Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΨΑΡΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΑΣ ΣΤΙΣ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944

Του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου
ιστορικού


17 Απριλίου 1944, η αποφράδα ημέρα της Αντίστασης. Ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός, ηγέτης του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων της ΕΚΚΑ, δημοκρατικότατος αξιωματικός βρίσκει οικτρό τέλος από τα χέρια του ΕΛΑΣίτη Θύμιου Ζούλα.
 
Λίγες μέρες πριν, στις 12 Απριλίου ο ΕΛΑΣ στέλνει τελεσίγραφο στον Ψαρρό να ενσωματωθεί στην οργάνωση του και να παραδώσει μερίδα αξιωματικών του, που αντιδρούσαν στην υποταγή στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σημειωτέον, το 5/42 είχε υποστεί δύο φορές αφοπλισμό (Μάιος-Ιούνιος 1943) από τον ΕΛΑΣ, γιατί ο τελευταίος δεν θεωρούσε σωστό για τον αγώνα την ύπαρξη πολλών αντιστασιακών οργανώσεων, αφού στόχευε να καταλάβει την εξουσία με την απελευθέρωση. 

Στην επιστολή της η V Ταξιαρχία Αττικοβοιωτίας του ΕΛΑΣ ζητούσε να γίνουν αποδεκτοί οι όροι του μιλώντας εξ΄ ονόματος του ελληνικού λαού "του οποίου αποτελούμεν την ένοπλον δύναμιν" [ασχέτως αν ο ελληνικός λαός είχε άλλη γνώμη]. Η επιστολή έκλεινε με την απειλή: "Εις περίπτωσιν καθ' ήν δεν δεχθήτε τας ανωτέρω προτάσεις ή παρελκύσετε την άμεσον εκτέλεσιν των όρων τούτων θα φέρετε ακεραίαν την ευθύνην απέναντι του Ελληνικού Λαού και της ΠΕΕΑ διά τα επακόλουθα και τας συνέπειάς των".

Ο Ψαρρός δεν έδωσε θετική απάντηση αλλά προσπάθησε ανεπιτυχώς, παρά την αντίθεσή του στους σκοπούς του ΚΚΕ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, να διαπραγματευθεί την προσχώρηση του 5/42 όχι στον ΕΛΑΣ αλλά στην ΠΕΕΑ. Ο Ψαρρός τις τραγικές εκείνες ώρες, έγραψε: "[… Κατόπιν όλων τούτων, διά την διατήρησιν της τιμής των όπλων και το ακηλίδωτον του παρελθόντος της Οργανώσεως και του Συντάγματος, είναι αποφασισμένον μετά λύπης του δια το χυνόμενον αδελφικόν αίμα το Σύνταγμα να αγωνισθή δι’ όλων των μέσων κατά της ούτω εξυφανθείσης υπό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εναντίον του επιθέσεως". 

Την επίθεση ανέλαβε για άλλη μία φορά, ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης. Με δύναμη περίπου 1.400 ανταρτών, αποφάσισε ότι θα συνέτριβε τους 500 περίπου άνδρες του Ψαρρού. Κάτι που συνέβη. Κατά την σύλληψη του αρχηγού του 5/42, ο Ταγματάρχης Ζούλας άρχιζε να προσβάλει τον Ψαρρό, ενώ πάνω στα νεύρα του εκτέλεσε τον ηρωικό αξιωματικό. Επρόκειτο βεβαίως για έγκλημα πολέμου, καθώς ο Ζούλας εκτέλεσε χωρίς λόγο και αιτία έναν αιχμάλωτό του. Η Αριστερά προσπάθησε να δικαιολογήσει τη δολοφονία και να αντιστρέψει την αλήθεια, λέγοντας αργότερα ότι ο Ψαρρός σκοτώθηκε κατά την επίθεση του ΕΛΑΣ, σε μάχη.
  
Μάλιστα,  ο Βελουχιώτης, σε σχετική έκθεσή του, δικαιολόγησε την επίθεση του ΕΛΑΣ κατά "των καθαρμάτων του 5/42", λέγοντας ότι την έκανε επειδή ο "εθνοπροδότης" Ψαρρός έδειχνε “τάσιν παρελκύσεως της εκκρεμότητας ίνα ενισχυθή διά κινήσεως αναλόγων γερμανικών δυνάμεων” και καταλήγει: "Παραδέχομαι ότι επέδρασα εξαιρετικά και ερυμούλκησα την Ταξιαρχίαν προς γραμμήν τοιαύτης ταχείας και ανηλεούς εξοντώσεως. Πιστεύω, όμως, ότι ενήργησα απολύτως προς το συμφέρον του αγώνος και αναλαμβάνω ακεραίαν την ευθύνην".

Το συμφέρον του αγώνος δεν ήταν η καταπολέμηση του κατακτητή αλλά η μονοπώληση του αγώνα που θα οδηγούσε στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Στο πτώμα του ηρωικού Συνταγματάρχη Ψαρρού τοποθετήθηκε χαρτόνι που έγραφε "προδότης της πατρίδας"...
 
Ο Ζούλας, φυσικός αυτουργός της ντροπιαστικής και ανέντιμης εκτέλεσης δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Ο υπεύθυνος Τύπου του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ και ιστορικός της οργάνωσης, Σόλωνας Γρηγοριάδης, υποστήριξε πως πάντοτε στο ΚΚΕ υπήρχε ανοχή των "αριστερών παρεκκλίσεων", δηλαδή των αριστερών εξτρεμιστών, αντίθετα με τις "δεξιές παρεκκλίσεις", αναφερόμενος στον φυσικό αυτουργό της δολοφονίας Ψαρρού και στην ατιμωρησία του από την οργάνωση και το κόμμα μετά την εγκληματική αυτή ενέργεια.

Η δολοφονία του Συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού αποτέλεσε την καλύτερη απόδειξη των πραγματικών διαθέσεων και προθέσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. 


Πηγές:

Σόλωνας Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, τόμος Α΄, εκδόσεις Polaris.

Γρηγόρης Φαράκος, Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία, το αντάρτικο-στρατός για “τώρα” και για “μετά”, τόμος A΄,  εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα (γ΄ εκδ.), Αθήνα 2000.

Γρηγόρης Φαράκος, Άρης Βελουχιώτης, το χαμένο αρχείο. Άγνωστα κείμενα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2018.

Ιωάννης Β. Αθανασόπουλος, Κατοχικός Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα 1943-1944, εκδόσεις Πελασγός, (Β΄ έκδοση), Αθήνα 2020.


http://www.istorikaxronika.gr/2023/04/17-1944.html

12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1204 : Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ

Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη













Η μετάφραση που ακολουθεί έχει αντληθεί από το εξαιρετικό βιβλίο "Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή της λατινικής αυτοκρατορίας (1204-1261)", με πρόλογο του Βασίλη Κατσαρού και εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Σπύρου Η. Σπυρόπουλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, 2004

Οι επιδρομείς από την Ιταλία εκστράτευσαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, όταν στο θρόνο του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος (Γ’)Κομνηνός, ο οποίος ήταν αδελφός του Ισαάκιου (B’) που είχε βασιλέψει πριν απ’ αυτόν· και οι δυο τους είχαν την επωνυμία Άγγελοι. Η αιτία ήταν η εξής: ο Αλέξιος που αναφέραμε παραπάνω ανέτρεψε από την εξουσία τον αδελφό του Ισαάκιο και του τύφλωσε τα μάτια κι από τη στιγμή εκείνη έγινε ο κύριος της ρωμαϊκής εξουσίας. Ο Ισαάκιος όμως είχε αποκτήσει από την προηγούμενη γυναίκα του γιο, ο οποίος ήδη τότε εισερχόταν στη νεανική ηλικία. Αυτός λοιπόν αγανακτώντας με την εξευτελιστική ταπείνωση του πατέρα του κι αφού σχεδίασε τη διαφυγή του πήγε στη Ρώμη κι έπεσε γονατιστός στα πόδια του αρχιερέα της1 και θερμά ικετεύοντάς τον επιζητούσε την εκδίκηση για χάρη του πατέρα του. Καθώς λοιπόν την περίοδο εκείνη είχε συναποτελέσει ένα στρατιωτικό σώμα, ένα μεγάλο πλήθος Ιταλών, άλλοι από τους οποίους προέρχονταν από την ίδια την ιταλική χερσόνησο, άλλοι από τη χώρα των Φράγκων, άλλοι πάλι από τη Βενετία κι άλλοι από άλλες περιοχές με την πρόφαση πως δήθεν θα αναχωρούσαν για την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ, όπου βρίσκεται ο τάφος του Κυρίου – κι αυτός που τους συγκέντρωσε ήταν ο αρχιερέας της πρεσβυτέρας Ρώμης, τον οποίο, όπως προανέφερα, ο γιος του Ισαάκιου εκλιπαρούσε για να ανακτήσει τον πατρικό θρόνο – κι αφού λοιπόν από τις παρακλήσεις του νέου συγκινήθηκε ο Πάπας και ιδίως από τις υποσχέσεις του – καθώς συνέβαινε να είναι πλουσιοπάροχες – παρέδωσε τον νέο στους αρχηγούς του στρατεύματος, ώστε, εγκαταλείποντας αυτοί τον αρχικό προορισμό τους, να τον εγκαταστήσουν στο θρόνο του πατέρα του και να εισπράξουν από αυτόν τα έξοδα, όσα θα ξόδευαν στην πορεία τους και στη βραδυπορία τους γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Αυτοί λοιπόν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος και με τριήρεις και με εμπορικά πλοία, πλέοντας με ευνοϊκούς ανέμους προς τον προορισμό τους. Όταν λοιπόν αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάζουν στους Κωνσταντινουπολίτες τον νέο, την αδικία, τις αποφάσεις γι’ αυτά του αρχιεπισκόπου της Ρώμης. Μέχρι ενός σημείου λοιπόν και διαπραγματεύσεις έγιναν ανάμεσα στα δύο μέρη και σκληρές συγκρούσεις, αλλά δεν κατέληξαν σε καμιά συμφωνία μέσω της διπλωματικής οδού. Επειδή όμως ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) απηύδησε με τα όσα γίνονταν και περισσότερο απογοητεύθηκε από την αστάθεια αυτών που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, οι οποίοι αποσκοπούσαν στη σύγχυση και είχαν πεσμένο ηθικό, αφού αδιαφόρησε για όλα, αποχώρησε εθελοντικά – όσο κι αν ενδόμυχα δεν το ήθελε, προσθέτοντας αυτή τη φράση, όπως ισχυρίζονταν όσοι τον άκουσαν: «Δαυίδ φυγών εσώθη»2, παίρνοντας μαζί του και τη γυναίκα του κι αρκετό χρηματικό ποσό από το βασιλικό ταμείο.
 
3.Όταν λοιπόν αυτός έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, οι κάτοικοί της στέλνουν πρεσβεία στους Ιταλούς για την είσοδο του Αλεξίου (Δ’), του γιου του Ισαάκιου, στην Πόλη και την αναγόρευσή του σε βασιλιά, καθώς επικρατούσε η εντύπωση ότι εξαιτίας του προκλήθηκε η σύγκρουση. Μπαίνει λοιπόν μέσα στην πόλη ο νέος με τους όρους που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως, τους οποίους είχε αυτός υποσχεθεί στους Ιταλούς που τον έφεραν εκεί, κι ανακηρύχτηκε βασιλιάς από όλο το λαό. Από εκείνη λοιπόν τη στιγμή και οι Κωνσταντινουπολίτες θεωρούσαν πως το χρηματικό ποσό ήταν υπέρογκο κι επίμονα ισχυρίζονταν ότι δεν ήταν σε θέση να δώσουν στους Ιταλούς τόσο μεγάλο ποσό. Και ταυτόχρονα με τα τότε γεγονότα εκδηλώθηκε και δυσαρέσκεια στην πόλη εξαιτίας του. Ο πατέρας του Αλεξίου δηλαδή, ο Ισαάκιος (Β’) Άγγελος —καθώς ζούσε ακόμη τότε, έστω κι αν πέθανε ύστερα από λίγο, ενώ δεν είχε ακόμη κυριευθεί η Κωνσταντινούπολη— διατύπωσε την άποψη να συγκεντρωθούν τα πολυτιμότερα από τα ιερά κειμήλια κι από την εκποίηση αυτών να άρχιζε η εξόφληση του χρέους προς τους Ιταλούς, ενώ το ποσό που θα υπολειπόταν από το συνολικό χρέος πρότεινε να πληρωθεί από τα χρήματα των βασιλικών ταμείων κι από τους κατοίκους της πόλης. Στο μέσο των διαπραγματεύσεων λοιπόν κι ενώ προσέρχονταν πρέσβεις κι από το ένα κι από το άλλο μέρος, σκοτώθηκε ο γιος του Ισαάκιου Αλέξιος (Δ’), από τον Αλέξιο (Ε’) Δούκα τον οποίο αυτός είχε αναδείξει σε πρωτοβεστιάριο3, ενώ οι Κωνσταντινουπολίτες, κοροϊδεύοντάς τον για κάποιο κουσούρι του, τον αποκαλούσαν Μούρτζουφλο.4 Από τους πολίτες λοιπόν ανακηρύχτηκε ο Αλέξιος (Ε’) Μούρτζουφλος, που είπαμε, βασιλιάς. Εξαιτίας λοιπόν του γεγονότος αυτού οι Ιταλοί έπνεαν μένεα σε μεγάλο βαθμό κι έκαναν άσπονδη την έχθρα τους για τους Κωνσταντινουπολίτες. Συνέβη όμως να πάρουν σι Κωνσταντινουπολίτες και μια άλλη απόφαση κάθε άλλο παρά επαινετή. Οι προύχοντες λοιπόν και οι ανώτεροι αξιωματούχοι πήραν κοινή απόφαση, τους Λατίνους που κατοικούσαν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη να τους απομακρύνουν από την πόλη, ώστε να μην υπάρχουν όργανα του εχθρού ανάμεσά τους μέσα στην πόλη. Οι πολίτες αυτοί που ήταν πολλές χιλιάδες άτομα αυτομόλησαν στους εχθρούς, αν και αρχικά είχαν διαβεβαιώσει τους συμπολίτες τους, δίνοντας δεσμευτικούς όρκους, ότι ουδέποτε θα σχεδίαζαν προδοσία εναντίον τους κι επιπλέον ότι θα πέθαιναν μαζί τους, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο σ’ αυτούς, ως ντόπιοι κι αυτόχθονες και παρόλο που αυτοί παρέδωσαν και τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να τα συγκεντρώσουν σε καλύτερα φρουρούμενα μέρη, δεν τους έπεισαν. Και μετά την έξοδό τους από την πόλη πρόσφεραν πολύτιμη βοήθεια στους εχθρούς, καθώς ήταν πάρα πολλοί κι ήξεραν καλά τη βυζαντινή κατάσταση.
 
4. Ύστερα από την παρέλευση λοιπόν σαράντα ημερών αλώθηκε από αυτούς η Κωνσταντινούπολη στις 12 Απριλίου του έτους 6711 από κτίσεως κόσμου (γιατί, κατά τον μήνα Μάιο του έτους 67105 έφτασαν οι Δυτικοί με τα καράβια τους στην πόλη και μέσα σε διάστημα ένδεκα μηνών πραγματοποιήθηκε η άλωση). Και η μεγαλύτερη και πιο ξακουστή πόλη κυριεύτηκε, όταν —όπως λέγεται— ένας δυο σκαρφάλωσαν στα τείχη, από σκάλα που στηριζόταν σε κατάρτι ενός παρά πολύ μεγάλου εμπορικού πλοίου. Τώρα, για τα όσα συνέβησαν στην πόλη θα χρειαζόταν να ειπωθούν πολύ περισσότερα και είναι άσχετα με το σκοπό της συγγραφής μας. Οπωσδήποτε όμως μπορεί ο καθένας να βάλει με τον νου του όλες τις συμφορές που συμβαίνουν στις πόλεις που κυριεύονται, δηλαδή και δολοφονίες κι αιχμαλωσίες αντρών και γυναικών, λαφυραγωγήσεις, καταστροφή από τα θεμέλια σπιτιών και καθετί άλλο που συνήθως συμβαίνει δια στόματος μαχαίρας. Όταν λοιπόν σι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, αφού πραγματοποίησαν έφοδο από την ανατολική υψηλότερη πλευρά, λεηλάτησαν κι όλο το δυτικό τμήμα της πόλης, αλλά βέβαια λαφυραγώγησαν όχι μικρότερη περιοχή από το ανατολικά. Πρώτα λοιπόν έβαλαν στο χέρι τη δυτική πλευρά, ενώ όλοι οι κάτοικοι προσπάθησαν να φύγουν μακριά από αυτούς, σαν να τους καταδίωκε κάποιο θεόσταλτο χτύπημα.
 
5. Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) Άγγελος λοιπόν, ο οποίος, όπως έχουμε εξιστορήσει, πρόλαβε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη, αφού έφτασε στην περιοχή της Φιλιππούπολης, αλλά δεν έγινε δεκτός από τους κατοίκους, κατέληξε στην Μοσυνούπολη κι εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας πάλι, αυτός που είχε σκοτώσει τον γιο του Ισαάκιου, θέλοντας ν’ αποκτήσει συγγενικό δεσμό με αυτόν με γάμο, ταυτόχρονα με τη δολοφονία του γιου του Ισαάκιου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Αλεξίου (Γ'), την Ευδοκία, η οποία ήταν η μικρότερη από τις κόρες εκείνου. Αυτός δηλαδή είχε τρεις κόρες και η πρωτότοκη ονομαζόταν Ειρήνη, την οποία ο πατέρας της πάντρεψε με τον Αλέξιο Παλαιολόγο, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του δεσπότη. Αυτόν όμως τον πήρε ο θάνατος πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η δεύτερη ηλικιακά ονομαζόταν Άννα, την οποία πάντρεψε με τον Θεόδωρο Λάσκαρη. Και η τρίτη τέλος είχε το όνομα Ευδοκία, την οποία πριν από καιρό ο πατέρας της την έδωσε σύζυγο στον κράλη της Σερβίας. Όπως όμως έλεγαν, όταν ο κράλης την έπιασε επ’ αυτοφώρω σε κάποιο κάμωμά της, την έστειλε πίσω στον πατέρα της και έτσι αυτή παρέμεινε χωρίς άντρα. Αυτήν λοιπόν ο Αλέξιος Δούκας, που αναφέραμε, αφού εγκατέλειψε τη νόμιμη σύζυγό του, παντρεύτηκε. Όταν λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, απέδρασε κι εκείνος από κει, παίρνοντας μαζί του και τη σύζυγό του Ευδοκία. Καθώς όμως έμαθε πως ο πεθερός του, ο βασιλιάς Αλέξιος, διαμένει στη Μοσυνούπολη, παίρνοντας θάρρος κατευθύνθηκε προς αυτόν. Ο Αλέξιος όμως και για πολλούς άλλους λόγους και καθόλου λιγότερο για το θέμα της θυγατέρας του τον αποστρεφόταν. Υποδυόμενος λοιπόν το ρόλο του πεθερού υποδέχεται τον Αλέξιο κι αφού βόλεψε το χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις λοιπόν ο Αλέξιος βρέθηκε μέσα στο λουτρό, όρμησαν όλοι μαζί εναντίον του οι υπηρέτες του βασιλιά Αλεξίου κι εκεί μέσα του έβγαλαν τα μάτια. Κι έλεγαν όσοι έτυχε να είναι παρόντες ότι η κόρη του Αλεξίου όρθια, δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έλουζε τον πατέρα της με βρισιές κι αυτός πάλι την προπηλάκιζε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της. Όντας πλέον τυφλός ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας, που είπαμε, περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης, διασχίζοντας εκείνα τα μέρη σαν αλήτης. Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) πάλι, αφού σηκώθηκε από εκείνα τα μέρη, κατευθυνόταν προς την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Όταν όμως οι Ιταλοί πραγματοποίησαν εξόρμηση από την Κωνσταντινούπολη και πέρασαν από τα μέρη της Μοσυνούπολης, ανακαλύπτοντας εκεί τον Αλέξιο (Ε’) Μούρτζουφλο, τον έσυραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη και παίρνοντας οι Δυτικοί εκδίκηση για το μιαρό έγκλημά του που αναφέραμε —αυτό που διέπραξε στο γιο του βασιλιά Ισαάκιου—, τον καταδικάζουν σε θάνατο, γκρεμίζοντάς τον από ψηλά. Αφού δηλαδή τον ανέβασαν στην πιο ψηλή κολόνα, που ονομάζεται Ταύρος, τον γκρέμισαν κάτω. Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέλος του, ενώ ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ') έφτασε στη Θεσσαλονίκη.
 
6. Αφού λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, έδωσαν το ελεύθερο στους κατοίκους της, όσοι απ’ αυτούς ήθελαν να παραμείνουν εκεί και να είναι υπήκοοί τους, ενώ οι άλλοι, που δε θα ήθελαν, να μπορούσαν να φύγουν ανεμπόδιστοι, σε όποιο μέρος επιθυμούσαν. Έτσι λοιπόν, όσοι έτυχε ν’ ανήκουν στην ανώτερη τάξη, εγκατέλειπαν την πόλη, άλλοι φανερά κι άλλοι κρυφά… (Το υπόλοιπο κείμενο μαζί με το πρωτότυπο μπορείτε να το βρείτε στο ... βιβλίο)

 
Σημειώσεις
1. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ'
2. Η φράση της Παλαιάς Διαθήκης, Βασιλειών Α' 18.18 είναι: "Και Δαυίδ έφυγεν και διεσώθη"
3. Εμπιστευτικό αξίωμα ο κάτοχος του οποίου ήταν υπεύθυνος της προσωπικής ιματιοθήκης του αυτοκράτορα.
4. Το παρατσούκλι Μούρτζουφλος σημαίνει τον άνθρωπο με το σκούρο φρύδι ή ο άνθρωπος με το παχύ φρύδι.
5. Ο Ακροπολίτης κάνει ένα μικρό λάθος· οι σωστές χρονολογίες είναι 6712 και 6711 αντίστοιχα, γιατί 6712-5508=1204. Το έτος 5508 είναι το έτος κτίσεως κόσμου.


http://users.sch.gr//ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/alosi%20Polis.htm

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 : Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΒΙΔΙΟΥ ΣΤΙΣ 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821

ΠΗΓΕΣ: Φωτάκου απομνημονεύματα της ΕλληνικηςΕπαναστάσεως


Αθ. Φωτόπουλου 1982: "Ιστορικά και Λαογραφικά της Ανατολικής Αιγιάλειας και Καλαβρύτων
Φιλοτεχνικός Σύλλογος Λεβιδίου 1984: "Αναγνώστης Στριφτόμπολας".

Σε κάθε επέτειο της Παλιγγενεσίας που πανηγυρίζουμε την επέτειο της Εθνικής μας Επανάστασης, οδηγούμε το πνεύμα την ψυχή μας, αλλά και την μνήμη με ευλάβεια προς τον ένδοξο αγώνα του 1821, ο οποίος αποτελεί το ορόσημο της νεότερης εθνικής μας ιστορίας όπου αναδύεται η ελληνική μας ζωτικότητα. Το 1821 αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της Ελληνικής ιστορίας που θα θυμίζει στις νεότερες γενιές που έρχονται τον συνεχή, σκληρό αγώνα, ανηφορικό, απεγνωσμένο αλλά ένδοξο δρόμο, που έχει διανύσει πάνω σε τούτον τόπο το περήφανο γένος των Ελλήνων.

Το «21» αποδείχνει την ακατάβλητη ζωτικότητα του έθνους και τη μοναδική σχεδόν ανεξήγητη βιολογική του αντοχή. Η σκληρή κι' αβάσταχτη τυραννία από τους κατακτητές, η καταπάτηση του δίκιου, η περιφρόνηση, τα κακουργήματα και τα μαρτύρια , ζωντάνεψαν την περηφάνια και την αίσθηση της ανωτερότητας του λαού, τον υψηλό κληρονομημένο πολιτισμό του, την ιστορία του, την φιλοπατρία, την φιλελευθερία, την αγωνιστική του παράδοση.

Ξεχωριστός μέσα στο πάνθεο των αγωνιστών του «21» κι' ο καπετάνιος Αναγνώστης Στριφτόμπολας, εγγονός και γιος παλαιών κλεφτών, που έπεσε στη μάχη του Λεβιδίου,
πιστό αντίγραφο του μετά από 24 αιώνες ενός άλλου ήρωα, του Λεωνίδα των Θερμοπυλών.
Ο καπετάνιος Αναγνώστης Στριφτόμπολας γεννήθηκε το 1778 και ήταν γιος του Αργύρη Στριφτόμπολα. Κατάγονταν, από το χωριό Μεσορρούγι της Κλουκίνας μικροανηψιός του Θ. Κολοκοτρώνη. Η γιαγιά του ήταν αδερφή του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη πατέρα του γέρου του Μοριά. Ο παππούς του Δημήτριος Στριφτόμπολας είχε γιο τον Αργύριο Στριφτόμπολα και αυτός είχε γιο τον Αναστάσιο και τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα τον ήρωα της μάχης του Λεβιδίου το 1821.



Οι γονείς του θέλοντας να τον διδάξουν τα όσα μπορούσε να σπουδάσει την εποχή εκείνη άνθρωπος τον έβαλαν κοντά σε αυστηρούς δασκάλους. Από τη φύση του επιμελής, έμαθε όσα του δίδαξαν και εκ των γραμματικών του γνώσεων έλαβε το όνομα «Αναγνώστης».(Πέτρος Ευστρατίου Ιατρίδης- έγγραφο εν Πάτραις 10 Ιουλίου 1860). Επειδή κατά την εποχή αυτή η οικογένεια Στριφτόπμολα ήταν επικίνδυνη για τους Τούρκους λόγω της στρατιωτικής της δύναμης, την κυνηγούσαν ασταμάτητα και ανάγκασαν τον Αναγνώστη με τον πατέρα του Αργύριο Στριφτόμπολα και το Θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μαζί και άλλους καπεταναίους να καταφύγουν στα όρη της Λακωνίας, άγοντες ληστρικό βίο. Κατατρεγμένοι και στη Λακωνική γή αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Η ελληνική ζωηρότητά τους, προξένησε το ενδιαφέρον των Άγγλων, που τους προσέφεραν βαθμούς αξιωματικών τους κατέταξαν, υπό την Βρετανική σημαία για να πολεμήσουν εναντίον των Γάλλων και Ρώσων στις μάχες της Λίσσης, Μεσσήνης, και Λευκάδας(Αγίας Μαύρας). Πληροφορηθέντες ότι στην Ηλεία επαναστάτησε κατά της Υψηλής Πύλης ο καλούμενος Αλιάγας ή Αλιφαρμάκης και ότι τον πολιόρκησαν οι εχθροί εντός μιας μονής (Μοναστηράκι καλούμενο), προσέτρεξαν για βοήθεια, εγκατέλειψαν τη Ζάκυνθο και δραπέτευσαν αμέσως όλοι διαλύοντας και το σύμφωνο με τους βαθμούς που κατείχαν. Επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο, μη αντέχοντας την εξορία από τα πατρώα εδάφη, αργότερα επέστρεψαν με κίνδυνο της ζωής τους στην επαρχία Καλαβρύτων.

Ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας είχε αναπτύξει πλούσια δράση προεπαναστατικά. Από το 1800 έως το 1805 «μετήρχετο τον διδάσκαλο, εντός της Τριπολιτσάς και κατά το άκρον της πόλεως στην ενορία των Ταξιαρχών ...». (Φωτάκου Βίοι Πελοποννησίων ανδρών).Οι διδάσκαλοι τότε ήσαν σπάνιοι, οι δε Τούρκοι τους καταφρονούσαν, και λίγοι απ' αυτούς μάθαιναν τα απλά γράμματα, και με αυτόν τον τρόπο ευρίσκονταν εδώ και εκεί στις συνοικίες της πόλης σχολεία και τα παιδιά μάθαιναν τα λεγόμενα κοινά γράμματα όλως διόλου ακανόνιστα, οι δε διδάσκαλοι πληρώνονταν από τους γονείς των παιδιών.

Ήρθε τέλος πάντων το πλήρωμα του χρόνου και το 1817 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Σωτήριο Χαραλάμπη. Ως πιστότατο τέκνο της πατρίδας , άρχισε έκτοτε να εργάζεται νυχθημερόν και ακούραστα, προετοιμάζοντας όπλα, πολεμοφόδια ιματισμούς κλπ. Επίσης στα κρυφά να ξυπνά τα πνεύματα των συμπολιτών του και να τους προπαρασκευάζει για το μεγάλο σκοπό.

Κατά το Σωτήριο έτος 1821, πρώτος ξεσηκώθηκε ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας, και η κλαγγή των όπλων των τετρακοσίων υπό την οδηγία του γενναίων στρατιωτών, αντήχησε πρώτ' απ όλους στα ψηλά των Καλαβρύτων όρη! Σημειωτέον, ότι την εποχή εκείνη στα Καλάβρυτα κανένας άλλος δεν είχε μεγαλύτερο στρατιωτικό σώμα από το δικό του. Ο μικρός, πλην ισχυρός στρατός του Ήρωά μας ήταν καθ' όλα και με τάξη οργανωμένος, εφοδιασμένος πλουσιοπάροχα με τα αναγκαία, και όλα αυτά πάντα με δικά του έξοδα.

Πρώτος λοιπόν ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας στην ιστορική γη των Καλαβρύτων, ξετύλιξε τη Ελληνική Σημαία, με τον μυστηριώδη της παλιγγεννεσίας Φοίνικα, και με στιβαρό χέρι ύψωσε «την λυσσώσαν για εκδίκηση σπάθην του». Ενωθέντες μαζί του και οι λοιποί τότε στα Καλάβρυτα ευρισκόμενοι οπλαρχηγοί, απετέλεσαν ένα, με το δικό του στρατιωτικό σώμα. Ενωμένοι λοιπόν, έκλεισαν τους εκεί Τούρκους εντός τεσσάρων οχυρών πύργων, διοικουμένων παρά των Αρναούτογλη(Βοϊβόδα Καλαβρύτων,) Εμίν-Αγά και Πασσά καλούμενον, Μπουσγαλήν, Γιακούμπαγαν, και Ιμπαρίμ Παφίλια.

Το Ελληνικόν στρατιωτικό σώμα, οδηγείτο από τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα, Β. και Ν. Πετμεζά, Αναγνώστη Πετμεζά, Κωνσταντίνο Πετμεζά, Ασημάκη Σκαλτζά και Ν. Σολιώτη. Αυτοί μετά από δεκαπενθήμερη πολιορκία ανάγκασαν τους αποκλεισθέντες στους πύργους Τούρκους, να υποταχθούν. Προσκαλέσαντες τον Ήρωά μας Αναγνώστην Στριφτόμπολαν, έκλεισαν μαζί του συνθήκη, και παραδόσαντες προς αυτόν τα όπλα των, υπετάχθησαν αμαχητί στην εξουσία του. Μετά την άλωση των Οθωμανών στα Καλάβρυτα, άπαντα τα εκεί Ελληνικά στρατεύματα εξεστράτευσαν στην Κόρινθο, προς πολιορκίαν των εντός του φρουρίου της Οθωμανών, και απο μετέβησαν στο Λεβίδι, για τον αποκλεισμό της Τριπόλεως»

Και στην ολιγοήμερη πολιορκία και μάχη των Καλαβρύτων μαζί με τον Νικόλαο Σολιώτη, τον Σωτήριο Χαραλάμπη και τον Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας εφάνη, ότι είχε πολύν ενθουσιασμό, αλλ' εκεί δεν είχε «στάδιο» για ν' αναδειχθεί, διότι μέσα σε λίγες ώρες οι αποκλεισθέντες λίγοι Τούρκοι παραδόθηκαν στους προκρίτους της επαρχίας.

«Η μάχη λοιπόν του Λεβιδίου, ήταν «Μέγας Θεμέλιος Λίθος» του κολοσσιαίου οικοδομήματος της Ελληνικής ελευθερίας! Επί του θεμελίου αυτού λίθου, οι μετά ταύτα επιζήσαντες αγωνιστές έκτισαν την ελευθερία! την γλυκύτατη ελευθερία! Την ελευθερία εκείνη, την οποίαν εμείς σήμερα αναπνέουμε ασφαλείς μέσα στα φιλήσυχα σπίτια των πατέρων μας, αναφέρει ο Π.Ιατρίδης και συνεχίζει!

Ιερόν λοιπόν χρέος! χρέος αληθινού Έλληνα μας διατάσσει, να ενθυμώμεθα πάντοτε τους εξαγοράσαντας δια των αιμάτων και δια του θανάτου των την Ελευθερία μας, να ευγνωμονούμε αυτούς ενόσω είμεθα εν τω κόσμω, και θνήσκοντες, να δώσωμεν την ιεράν ταύτην εντολήν, ως πολύτιμον κληρονομίαν εις τα εγκαταλειπόμενα τέκνα μας!»

Περί την 13ην του μηνός Απριλίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι γενναίοι Έλληνες στο Λεβίδι.με τους αρχηγούς τους Σωτ. Χαραλάμπη, Αναγνώστη Στριφτόμπολα, Βασίλειο και Νικόλαο Πετιμεζα, Σωτ. Θεοχαρόπουλο κα Νικ. Σολιώτη και προετοιμάζονταν να εισβάλλουν ξαφνικά στην καλά οχυρωμένη Τριπολιτσά και να πολιορκήσουν τους εκεί εχθρούς των.

Στο Λεβίδι είχε προηγουμένως συσταθεί στρατόπεδο από τον Π. Αρβάλη, Γ. Μπηλίδα καπεταναίους της Τριπολιτσάς, από τους Καλαβρυτινούς Ασημάκη Σκαλτσά, Κωνστ. Πετιμεζά, τον Πιτσουνά από τη Στρέζοβα, το Θεόδ. Σακελλάριο και Αναγν Ρηγόπουλο από του Φίλια, από τους ντόπιους καπεταναίους εκ των οποίων ανώτερος ήταν ο Αλέξιος Νικολάου Λεβιδιώτης, από τους καπεταναίους του χωριού Δάρα, όλοι περίπου τριακόσιοι.

Αφού έφτασαν οι Καλαβρυτινοί, οι μεν Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ, Θεοχαρόπουλος κατέλαβαν και κατέλυσαν στα σπίτια τα Δημητρακαίϊκα των αδερφών Σταμάτη και Αναγνώστη, οι Πετιμεζαίοι έμειναν στα Ρογαραίϊκα και Οικονομαίϊκα σπίτια, ο Νικ. Σολιώτης στα Σαμαντουραίϊκα του Παναγή και Κωνσταντή Ζορμπαλά και ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας κατέλυσε στα Αργυραίϊκα.

Αλλά την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί της Τριπολιτσάς άρχιζαν να εφαρμόζουν ένα καταστρεπτικό σχέδιο. Δέκα χιλιάδες ιππείς και πεζοί οι εκλεκτότεροι και εμπειρότεροι του πολέμου, διηρημένοι σε τρεις φάλαγγες ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν κατά της Πελοποννήσου. Η πρώτη φάλαγγα είχε σκοπό να πάει στην


Κόρινθο να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους να καταλάβει τα παράλια και μέσω Ζαχώλης, Ακράτας και Αιγίου να φτάσει στην Πάτρα. Η δεύτερη να διέλθει από τη μεσόγειο Πελοπόννησο και μέσω Καλαβρύτων να ενωθεί με την πρώτη στην Πάτρα. Η δε τρίτη να διέλθει δια της Καρύταινας , Λεονταρίου, Φαναρίου, πύργου Γαστούνης και περνώντας από του Λάλα να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους, , κατευθυνόμενη στην Πάτρα για την τελική συνένωση και συγκέντρωση των δυνάμεών τους. Οι τούρκοι με αυτό το σχέδιο ήθελαν να υποτάξουν όλη την Πελοπόννησο. Ενώ ήσαν έτοιμοι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί για την εκτέλεση του τρομερού τους σχεδίου, πληροφορήθηκαν ότι στο Λεβίδι βρίσκονται τοποθετημένοι Κλέφτες(έτσι τους καλούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές), έτοιμοι να εισβάλλουν στην Τρίπολη.

Έτσι την 14ην Απριλίου 1821 ημέρα Τετάρτη εξελθόντες άπαντες οι Τούρκοι, την 4ην ώρα μετά το μεσονύκτιο έφτασαν στο χωριό Κάψια μια ώρα απόσταση περίπου από το Λεβίδι. Αριθμούσαν οκτώ χιλιάδες πεζοί και δυο χιλιάδες ιππείς και υπολόγιζαν να διαλύσουν το εκεί στρατόπεδο. Ακούσαντες από τους φρουρούς οι έλληνες ότι ξαφνικά έρχονται χιλιάδες Τούρκοι από την Κάψια συναθροίστηκαν όλοι στο σπίτι που έμενε ο Σωτ. Χαραλάμπης. Αποφάσισαν να ειδοποιήσουν τους Καρυτινούς στρατιώτες που βρίσκονταν στο διάσελο της Αλωνίσταινας να έρθουν για βοήθεια. Κατά καλή τύχη στη Βυτίνα είχε έλθει ο Δ. Πλαπούτας με λίγους στρατιώτες, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος με λίγους Μανιάτες , ο Νικ. Πετιμεζάς που πήγαινε χρήματα και γράμματα στον Π. Μαυρομιχάλη από τους προκρίτους των Καλαβρύτων και των Πατρών.

Όλοι αυτοί με του Βυτινιώτες ήσαν περίπου 200.Μαγουλιανίτες και άλλα χωριά έστειλαν ογδόντα. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και ο Σταύρος Δημητρακόπουλος με τους Αλωνιστιώτες. Έστειλαν και τον Παπακώστα από του Δάρα καβαλάρη με τη γνωστή φοράδα τη «Κούλα» έχοντας μαζί του τον γέρο Τουφεξή με το παιδί του,να πάνε στο Κακούρι να ειδοποιήσουν τον Ασημ. Σκαλτσά για βοήθεια. Στο δρόμο χιλιοι πεντακόσιοι ιππείς κυνήγησαν τν Παπακώστα, αλλά δεν τον έπιασαν, τους ξέφυγε και πήγε στο Κακούρη όπου ειδοποίησε το Σκαλτσά. Ο Σωτ. Χαραλάμπης χωρίς να γνωρίζουν ότι έρχονται άλλοι τούρκοι καβαλαραίοι από το κάμπο της μηλιάς απεφάσισαν να βγουν έξω από το χωριό να περιμένουν να πολεμήσουν τους πεζούς για να μην τους αφήσουν να μπουν στο Λεβίδι.
Ο Σολιώτης, Στριφτόμπολας πήραν του Κούκου το ρέμα και ανέβηκαν κατάραχα στο διάσελο του Σταυρούλη. Αλλά οι έλληνες δεν μπόρεσαν να σταθούν στη μάχη κατά το μέρος της μεσημβρινής πλευράς του χωριού και ετράπησαν σε φυγή. Οι δε τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Οι έλληνες τρομαγμένοι έπιασαν διάφορα σπίτια και εκεί εκλείστηκαν όπου άρχισαν τον πόλεμο. Ο Β. και Ν. Πετιμεζάς δεν πρόφτασαν να κλειστούν σε κανένα σπίτι. Ο Σωτ. Χαραλάμπης , ο Σωτ. Θεοχαρόπουλος, ο Π. Αρβάλης, ο αλ. Νικολάου όλοι κόλλησαν στο βουνόκαι στο δάσος. Όσοι κλέιστηκαν στα σπίτια δεν γνώριζαν ότι οι σύντροφοί των έφυγαν και ενώ άρχισε η μάχη νόμισαν ότι ολόκληρο το σώμα πολεμά. Στο σπίτι του Μαντά εκεί μέσα ήσαν οι Νταβλαίοι από το χωριό Νουσά, άνθρωποι του Σωτ. Χαραλάμπη, ο Τσεπεζής και άλλοι από του Γκιόζα.. αυτοί σκότωσαν πολλούς Τούρκους και έτσι έδωσαν καιρό στους φεύγοντες να σωθούν . Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο Λεβίδι βρήκαν τη γριά Γιαννού Παπαπαρασκευά την βα'σνισαν , της έβγαλαν τη γλώσσα πίσω από τον αυχένα και έτσι πέθανε. Το γέρο ασημάκη τον πρόφτασαν πίσω από του Κατραλή το σπίτι τον σκότωσαν και τον κύλισαν στον γκρεμό. Στα σπίτια των Δημητρακαίων και στο ληνό που είναι σαν πύργος κλείστηκαν ο Σωτ. Παπουτσής από το χωριό Μπετενάκι του Μουσάγα, ο Αγγελής από την Κλουκίνα με τρεις συντρόφους του ο οποίος εφονεύθη, και ο Σπύρος Καρασπύρος καπετάνιος τότε των Νεζερών. Οι τούρκοι έβαλαν φωτιά στο σπίτι αλλά όταν ήλθε ο Σκαλτσάς, οι έλληνες είχαν κατορθώσει να βγάλουν έξω τα πολεμοφόδια τα χρήματα και τα άλλα πράγματα του Σωτ. Χαραλάμπη.

Στα σπίτια των Ρογαραίων εκλείστηκαν οι αδερφοί Πετιμεζαίοι ο Γκολφίνος, Γεωργάκης, και ο Κουλός και άλλοι Καλαβρυτινοί. Στο ίδιο σπίτι κλείστηκαν και πολλοί Δαραίοι, ο Πανάγος Μονάντερος, οι αδερφοί Λαμπρόπουλοι Γεωργάκης και Αναγνώστης, ο Δημ. Τσέκος, ο Νικολέτος Ζακύνθιος και άλλοι. Όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά ο Δαριώτης Δημ. Δεληγιάννης , βαφτιστικός του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με άνα σουβλί άνοιξε τρύπα και έφυγαν όλοι και πήγαν στο σπίτι του Αποστόλη Οικονόμου. Εκεί ένας Σοπωτινός ο Αντώνιος Ανδριόπουλος ονομαζόμενος γυναικάδελφος του Κωνστ. Πετιμεζά κτύπησε την πόρτα και ο Γκολφίνος νόμισε ότι κτύπησε Τούρκος τουφέκισε και τον σκότωσε. Εκεί λαβώθηκε και ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβάρας περίφημος για την παληκαριά του. Στο Αργυραίϊκο σπίτι του Πανάγου ήταν κλεισμένος ο Αναγν. Στριφτόμπολας με άλλους Έλληνες. Το σπίτι κυκλώθηκε πανταχόιθεν από του ς τούρκους και πολεμιόταν από τα γύρω σπίτια που είχαν κυριεύσει οι τούρκοι.

Ο Αναγν. Στριφτόμπολας άνοιξε πολεμότρυπες και αυτός μοίραζε στους συντρόφους του φυσέκια για να πολεμούν. Όταν κάθισε κάποια στιγμή πάνω σ' ένα βαρέλι και έδωσε τη φροντίδα της μάχης στον Κατριμουστάκη ένα βόλι πέρασε από τη πολεμίστρα τον πήρε στο λαιμό και έπεσε νεκρός. Τότε ο γερο Κατριμουστάκης από το χωριό Μποτιά, παλαιός κλέφτης, σκέπασε επιτήδεια το νεκρό με την κάπα του και είπε στους μαχόμενους, ότι ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμάτε εσείς εγώ θα σας δίνω φυσέκια

Έτσι γίνονταν η μάχη μεταξύ των Τούρκων και των κλεισμένων Ελλήνων στα σπίτια που δεν ήταν περισσότεροι από εβδομήντα, έως ότου ήρθαν οι βοήθειες από τα έξω μέρη και από τη ράχι Λάκκα Μαυτρίλα και τη Μακράν κορυφή. Τουφέκισαν όλολι μαζί και και φώναξαν στους κλεισμένους στο χωριό. «Βαστάτε και φτάσαμε. Ο Κολοκοτρώνης έρχεται! Έφτασαν από το Κακούρι ο Σκαλτσάς και Θανάσης Δαγρές και φάνηκαν πάνω στο βουνό Ελληνίτσα που μαζί με τους Βυτινιώτες τουφέκισαν όλοι μαζί. Οι διασκορπισμένοι Έλληνες έξω του Λβ ιδίου ακούθσαντες τους τουφεκισμούς και τις φωνές των ερχομένων σε βοήθιεια έλαβαν θάρρος και τουφέκισαν και το δάσος όπου ήσαν άναψε από τουφέκια. Οι Τούρκοι βλέποντες ότι οι έλληνες θα τους αποκλέισουν ολόγυρα και ενώ άρχιζε να νυκτώνει και να βρέχει , φοβηθέντες άρχισαν να φεύγουν προς τον κάμπο. Τότε οι Έλληνες έπεσαν επάνω τους μαζί με τους κλεισμένους που απελευθερώθηκαν και τους κατεδίωξαν

«Τι ειν' το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι;
Μήνα βουνά γκρεμίζονται, μήνα στοιχειά μαλώνουν.
Μάϋτε βουνά γκρεμίζονται, μάϋτε στοιχειά μαλώνουν.
Πετιμεζαίοι πολεμούν με εφτά χιλιάδες Τούρκους.
Έκλεισαν τον Στριφτόμπολα, τον δόλιον Αναγνώστη
Μεριά τον δέρνει η φωτιά, μεριά και το τουφέκι.
Στο παραθύρι κάθεται, ψηλή φωνίτζα βάλλει»
«...Πύσαι αδερφούλη Κωνσταντή και ξάδερφε Θανάση,
«...Πάρτε στα χέρια τα σπαθιά και τ' αλαφρά τουφέκια.
«...Κελάτε να με σώστε απ' των Τουρκών τα χέρια»
Πήραν στα χέρια τα σπαθιά, στης πλάταις τα τουφέκια,
Βάζουν τους Τούρκους εμπροστά, σαν γίδια και τους πάνε
‘σαν την κοπή τα πρόβατα, σαν βουκολιό γελάδια.


Ένας τούρκος μπήκε στην εκκλησία του αγίου Χαραλάμπους και προσπαθούσε να βγάλει τα μάτια των αγίων, και έπειτα έβαλε φωτιά να την κάψει. Επειδή οι σύντροφοί του έφευγαν και δεν επρόφτασε πήρε τη κολυμπήθρα για λάφυρο. Το τούρκο τούτον πέτυχε ένας Κλουκινιώτης βαρελάς, ο οποίος άρπαξε μια δούγα, του έδωσε μια στο κεφάλι και του το ζούπησε(βούλιαξε) λέγοντας συγχρόνως Κλουκινιώτικα: «ατιέ! Ήθελες να κάψης την εκκλησιάν μου, κ' εσύ κοιμήσου τώρα Μουρτάτη!».

Στη μάχη του Λεβιδίου λαβώθηκαν και δυο Ντολκαίοι από το Κάνι Κλειτορίας και o ιγιός του Κωνστ. Πετιμεζά Γιάννης. Ο Κ. Πετιμεζάς έδωσε διαταγή στους Σουδενιώτες αδερφούς Σπύρο και Αθανάσιο Καρανικόλα να κλείσουν την κατωγόπορτα αλλά αυτοί δεν τα κατάφεραν τότε ο Γιάννης Πετιμεζάς πήρε ένα στρώμα γεμάτο με καρπούς και το έβαλε πίσω από την πόρτα,. Ενώ το έβαζε πυροβολήθηκε από Τούρκους και το βόλι τον πλήγωσε στα γεννητικά όργανα και του απέκοψε ένα εξ αυτών. Τον λαβωμένο μετά την μάχη τον μετέφεραν πάνω σε ξυλοκρέβατο στρατιώτες του πατέρα του φοβούμενοι μη τον εύρουν οι Τούρκοι, τον ανέβασαν πάνω στο όρος Χελμόςστη θέση «Καλόγερος», τον έβαλαν σε μια σπηλιά και τον θεράπευσε ο αδερφός του Ανδρέας Πετιμεζάς.

Ο δε στρατηγός Πλαπούτας εδιηγείτο ένα περίεργο θέαμα το οποίο φαίνεται απίστευτο, ότι όταν έφτασαν στο Λεβίδι βρήκε ένα σπίτι αποτεφρωμένο και μέσα σ' αυτό είδε το άλογο του Κ. Πετιμεζά το οποίο ήταν καμένο και στέκονταν ορθό.-



ΛΕΒΙΔΙ ON LINE 

12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1871 : ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΟΥ Ο.Χ.Ι ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ

Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις.
 Νυν Υπέρ πάντων ο αγών  ( διάγγελμα Ι. Μεταξά 28ης Οκτωβρίου 1940)

O Ιωάννης Μεταξάς  (Ιθάκη, 12 Απριλίου 1871 - Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1941) είναι ο Εθνικός Κυβερνήτης της Ελλάδας (1936- 1941), που διαμόρφωσε την ουδέτερη εξωτερική πολιτική της στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και με δικτατορική διακυβέρνηση αντιστάθηκε στα φασιστικά καθεστώτα Ιταλίας και Γερμανίας με το σύνθημα «Για τους Έλληνες Υπέρ την Νίκη η Δόξα».

H μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του είναι τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 και η απάντηση που έδωσε στο ιταμό τελεσίγραφο, που του επέδωσε ο Ιταλός Πρέσβυς Εμμανουέλε Γκράτσι, στην οικία του στην Κηφισιά, ζητώντας του να επιτρέψει την διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος.

Η απάντηση του Ιωάννη Μεταξά «Alors c' est la guerre» (επομένως έχουμε πόλεμο), με την οποία κήρυξε τον υπέρ βωμών και εστιών πόλεμο, ενάντια στην Ιταλία, μία απόφαση που είχε πάρει μόνος του τον Μάρτιο του 1939, έχει μείνει στην ιστορία ως το "ΟΧΙ" των Ελλήνων στο φασισμό και την υποδούλωση της πατρίδας τους. Ο αγώνας, η ανδρεία και ο ηρωισμός ανδρών και γυναικών έως τις 6 Απριλίου 1941, άλλαξαν την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας.

Ο Ιωάννης Μεταξάς κεφαλληνιακής καταγωγής, υπήρξε ένας διορατικός στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης (statesman), διακεκριμένος επιτελικός αξιωματικός, με ικανότητα αιφνιδιασμού του εχθρού και γνώστης διπλωματικών χειρισμών. Ένας κατ' εξοχήν πνευματικός άνθρωπος, του οποίου το όνομα έχει μείνει στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία, για την αντίσταση της Ελλάδος κατά του Αξονος..

Ως άνθρωπος είχε τη φήμη προσώπου με ιδιαίτερο ήθος, πάθος για την πατρίδα του και σεβασμό στην ιστορία της. Τον διέκρινε συναισθηματικός πλούτος, οξυδέρκεια, διορατικότητα και ευθύτητα κρίσεως, αναλυτική φιλοσοφική σκέψη, αγάπη για διάλογο και άμεση πρακτική αντίδραση, αφού είχε εξαντλήσει τα θέματα με τους ειδήμονες. Πραγματοποίησε τις εκάστοτε αποφάσεις του με γενναιότητα και αυταπάρνηση, αποφασιστικότητα, μέτρο και σταθερότητα. Ευπατρίδης, αριστοκράτης και οπαδός του πλατωνισμού. Προ πάντων υπήρξε άνθρωπος του πνεύματος, λάτρης της φύσεως, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών, αφοσιωμένος σύζυγος και τρυφερός οικογενειάρχης και πατέρας.

Τίμησε τον όρκο του σαν αξιωματικός στους Βαλκανικούς Πολέμους και ποτέ δεν ανέμειξε τον στρατό στην πολιτική ή στη δικτατορία. Με διορατικό πνεύμα προείδε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με επιτελικό πνεύμα και πρόνοια σε όλους τους τομείς, οργάνωσε την στρατιωτική και ηθική άμυνα της Ελλάδας και την ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που έκανε τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, σε συνεννόηση και συνεργασία με τον βασιλέα Γεώργιο Β'. Ο περιορισμός των κομουνιστών, όπως και κάθε αυστηρό μέτρο που έλαβε κατά την δικτατορική διακυβέρνηση, είχε σχέση με την ετοιμασία και την ολοκλήρωση της άμυνας της Ελλάδος και την άρτια στρατιωτική προπαρασκευή. Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, της οποίας ήταν αρχηγός, είχε στόχο την εθνική ομοψυχία, την κοινωνική και ηθική ετοιμασία και την εθελοντική οργάνωση των νέων για την άμυνα.

Η απάντηση που έδωσε στον Γκράτσι, ήταν για τους Έλληνες το έναυσμα, για να συνταχθούν με φρόνημα και πειθαρχία και να αγωνισθούν με ηρωισμό, ενωμένοι για τα ιδεώδη της φυλής. 



Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Ο ΑΛΕΞΙΟΣ Ε' ΔΟΥΚΑΣ Ο ΜΟΥΡΤΖΟΥΦΛΟΣ (1140-1204) ΚΑΙ Η ΕΚ ΛΑΤΙΝΩΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ( 13 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1204)


Της Ευαγγελίας Λάππα

O Αλέξιος Ε΄ Δούκας εγεννήθη το 1140[1] και ήταν γιος του Σεβαστοκράτορος Ισαακίου Δούκα[2]. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «είλκε το γένος εξ ενός των αρχαίων της στρατιωτικής αριστοκρατίας οίκων και είχεν άπαντα τα συνήθη αυτών προτερήματα και τα συνήθη ελαττώματα.»[3] Ο ίδιος έφερε το παρωνύμιο Μούρτζουφλος, για το οποίο υπάρχουν διάφορες εκδοχές[4]. Πιθανότερη είναι η εκδοχή ότι λεγόταν έτσι λόγω των σμιχτών φρυδιών που σκίαζαν τα μάτια του[5].

Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, ήταν «σοφισματίας ών τό ήθος και τον τρόπον φρονηματίας» δηλαδή εξαιρετικά έξυπνος και θρασύς[6]. Επίσης, «ήτο ανήρ γενναίος, πλούσιος, πονηρός και αγαπητός παρά τω λαώ.»[7] Ως προς την προσωπική του ζωή, είχε νυμφευθεί δύο φορές[8], αλλά είχε χωρίσει και τις δύο του συζύγους[9], λόγω του έρωτά του προς την Ευδοκία Αγγελίνα[10], κόρη του μετέπειτα αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου.

Δ΄ Σταυροφορία

Στις 8 Απριλίου 1195, ο Αυτοκράτωρ Ισαάκιος Β΄ Άγγελος[11], ενώ ήταν σε κυνήγι στη Θράκη, εξεθρονίσθη από τον αδερφό του Αλέξιο Γ΄ Άγγελο[12], ο οποίος, αν και είχε ευεργετηθεί πολλαπλά από τον αδελφό του, τον τύφλωσε και τον φυλάκισε μαζί με τον γιο του, Αλέξιο.

Στη Δύση, ο Ιννοκέντιος Γ΄ έγινε Πάπας το 1198 και έθεσε ως στόχο της θητείας του μια νέα σταυροφορία. Το κάλεσμά του αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ευρωπαίους Βασιλείς, αλλά αρκετοί Βαρόνοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Τον Νοέμβριο του 1199 ο κόμης Τιβάλδος της Καμπανίας οργάνωσε τον πρώτο πυρήνα υποστηρικτών της σταυροφορίας μεταξύ των οποίων ήταν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος[13]. Τον Φεβρουάριο του 1200, προσχώρησαν στο κίνημα και ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος με τον αδελφό του Ερρίκο.

Τον Απρίλιο του 1201, ο Βιλλεαρδουίνος έκλεισε συμφωνία για τη θαλάσσια μεταφορά με τον Δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο[14]. Η συμφωνία προέβλεπε ότι έναντι ποσού 85.000 αργυρών μάρκων η Βενετία θα προμήθευε εφόδια και θα μετέφερε στην Αίγυπτο 4.500 ιππότες με τα άλογά τους, 9.000 ιπποκόμους και 20.000 πεζούς στρατιώτες. Το πέραμα θα γινόταν με 450 μεταφορικά πλοία. Επιπλέον συζητήθηκε η συμμετοχή των Βενετών στις πολεμικές επιχειρήσεις και η Βενετία συμφώνησε να στείλει και 50 πολεμικές γαλέρες με αντάλλαγμα το 50% των εδαφών που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι. Τον Μάιο του 1201, ο Τιβάλδος της Καμπανίας πέθανε ξαφνικά και εξελέγη ως νέος αρχηγός της Σταυροφορίας ο μαρκήσιος από το Πεδεμόντιο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός[15].

Στα τέλη του 1201, ο Αλέξιος, ο γιος του Ισαακίου, διέφυγε από τη φυλακή του στην Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε στην αυλή της αδελφής του Ειρήνης, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Γερμανό Αυτοκράτορα Φίλιππο της Σουαβίας[16]. Τα Χριστούγεννα του 1201, ο Βονιφάτιος συναντήθηκε στην Σουαβία με τον Αλέξιο Άγγελο. Ο τελευταίος πρότεινε στον Βονιφάτιο να χρησιμοποιηθεί ο Σταυροφορικός στρατός για την ανατροπή του Αυτοκράτορα της Ρωμανίας και θείο του Αλέξιο. Ο Βονιφάτιος μετέφερε την πρόταση στον Πάπα, ο οποίος την απέρριψε κατηγορηματικώς.

Εν τω μεταξύ, ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, μπροστά στην προοπτική να ακυρωθεί η Σταυροφορία και να χάσουν οι Βενετοί την επένδυση που είχαν κάνει μέχρι τότε, πρότεινε στο Συμβούλιο της Βενετίας (Comùn) έναν τρόπο για να αποσβεσθεί μέρος τους χρέους: να καταλάβουν οι Σταυροφόροι για λογαριασμό της Βενετίας κάποια λιμάνια στις δαλματικές ακτές τα οποία ανήκαν παλιότερα στη Βενετία και είχαν καταληφθεί από το βασίλειο της Ουγγαρίας το 1183. Η επιχείρηση ενεκρίθη και ο στόλος των σταυροφόρων απέπλευσε από την Βενετία, ύστερα από μεγάλη τελετή στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στις αρχές Οκτωβρίου 1202. Οι Σταυροφόροι κατέλαβαν εύκολα την Τεργέστη και μετά πολιόρκησαν την πόλη Ζάρα[17], η οποία κατελήφθη και λεηλατήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1202. Όταν η είδηση της λεηλασίας της Ζάρας έφτασε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, ο τελευταίος αφόρισε ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα των σταυροφόρων. Κατόπιν, αντιλαμβανόμενος ότι οι σταυροφόροι υπήρξαν θύματα εκβιασμού, τους συγχώρησε, αλλά διατήρησε τον αφορισμό στους Βενετούς, οι οποίοι, όμως, αδιαφόρησαν.[18] Ο Πάπας, την ίδια στιγμή που επέμεινε στην αποδοκιμασία των γεγονότων και στην απαγόρευση κάθε νέας προσβολής εναντίον χριστιανών, δήλωνε ότι οι Έλληνες έγιναν «ένοχοι βαρυτάτων κατά του Θεού και της εκκλησίας εγκλημάτων, ότι απεποιούντο πεισματωδώς να αναγνωρίσωσι την κυριαρχίαν της Ρώμης και ότι ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ διέπραξε τας δεινότερας κατά του αδελφού αυτού και νομίμου κυρίου του. “Αλλά, προσέθετεν, έργον υμών δεν είναι να τιμωρήσετε τας αμαρτίας ταύτας.”[19]» Ο Δάνδολος και ο Βονιφάτιος εννόησαν από αυτά τα λόγια ότι αφού όχι μόνον ο Αλέξιος Γ΄, αλλά και όλοι οι Έλληνες ήταν άξιοι τιμωρίας, η επιβολή τιμωρίας τους δεν θα ελογίζετο ως αμάρτημα[20].

Στις αρχές του 1203, ένας αγγελιαφόρος κατέφθασε από την Γερμανία στην Ζάρα, εκ μέρους του Φιλίππου της Σουαβίας στον Βονιφάτιο, με μια οριστική προσφορά του γυναικάδελφου του, Αλεξίου. Ο τελευταίος υπεσχέθη σε αντάλλαγμα, την συντήρηση του στόλου των σταυροφόρων για έναν χρόνο με δικές του δαπάνες, συμμετοχή στην στρατιωτική επιχείρηση με στρατό της Ρωμανίας, διατήρηση στρατιωτικού σώματος με έξοδά του στην Ιερουσαλήμ και εφόδια για έναν χρόνο[21]. Ο Βονιφάτιος ανέφερε το ζήτημα στον Δάνδολο, ο οποίος το απεδέχθη με ενθουσιασμό. Σχετικώς με τους λόγους αποδοχής του σχεδίου, ο Runciman αναφέρει σχετικώς: «Η Βενετία θα έπαιρνε τα χρήματά της και συγχρόνως θα ταπείνωνε τους Έλληνες και θα μπορούσε να διευρύνει και να ενισχύσει τα εμπορικά της προνόμια σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.»[22] Όταν η πρόταση ετέθη υπόψη των σταυροφόρων, υπήρξαν μερικοί που αντέδρασαν, εγκατέλειψαν τον στρατό και έπλευσαν στην Συρία, ενώ άλλοι παρέμειναν με το στρατό διαμαρτυρόμενοι· άλλοι πάλι σώπασαν χάρη στις δωροδοκίες των Βενετών. Ωστόσο, όλοι οι σταυροφόροι είχαν μέσα τους μένος εναντίον της Ρωμανίας. Ο Runciman αναφέρει σχετικώς: «ο μέσος σταυροφόρος είχε διδαχθεί να πιστεύει ότι το Βυζάντιο τηρούσε διαρκώς προδοτική στάση έναντι στην Χριστιανοσύνη σε όλους τους ιερούς πολέμους. Θα ήταν φρόνιμη και αξιέπαινη πράξη το να του επιβάλουν τώρα να συνεργασθεί δια της βίας. Οι ευλαβείς άνθρωποι μέσα στο στρατό ήσαν ευτυχείς να βοηθήσουν σε μια πολιτική που θα έφερνε τους σχισματικούς Έλληνες στους κόλπους της εκκλησίας. Οι πιο κοσμικοί σκέφτονταν τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης και τις ευημερούσες επαρχίες της και ανυπομονούσαν να την λεηλατήσουν.»[23] Ως εκ τούτου, «όλη η μνησικακία που έτρεφε η Δύση εξ αποστάσεως εναντίον της ανατολικής Χριστιανοσύνης διευκόλυνε τον Δάνδολο και τον Βονιφάτιο, ώστε να παρασύρουν την κοινή γνώμη για τους υποστηρίξει.»[24]

Οι σταυροφόροι πέρασαν τον χειμώνα στη Ζάρα, όπου εκεί κατέφθασε και ο Αλέξιος, από την Γερμανία, στις 25 Απριλίου 1203. Λίγες μέρες αργότερα το εκστρατευτικό σώμα απέπλευσε από τη Ζάρα, κάνοντας μία στάση στο Δυρράχιο, όπου ο Αλέξιος έγινε δεκτός ως Αυτοκράτωρ. Κατόπιν αγκυροβόλησε στην Κέρκυρα. Εκεί ο Αλέξιος υπέγραψε επισήμως μια συνθήκη με τους Σταυροφόρους, σύμφωνα με την οποία όταν θα γινόταν αυτοκράτορας, θα ανελάμβανε τη συντήρηση των Σταυροφορικών στρατευμάτων για ένα χρόνο, θα πλήρωνε στους Βενετούς 100.000 αργυρά μάρκα και άλλες 100.000 στους Σταυροφόρους, θα ενίσχυε τους σταυροφόρους με 10.000 Έλληνες ιππείς επί ένα χρόνο στους Αγίους Τόπους και 500 από αυτούς εφ’ όρου ζωής. Επίσης, θα έκανε ό, τι χρειαζόταν για την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα. Το ταξίδι συνεχίστηκε στις 25 Μαΐου 1203. Ο στόλος παρέκαμψε την Πελοπόννησο και έστρεψε προς βορρά, προς την νήσο Άνδρο, όπου γέμισε τις υδαταποθήκες των πλοίων με νερό από τις άφθονες πηγές που υπήρχαν εκεί. Ύστερα, έπλευσε προς τα Δαρδανέλια, τα οποία βρήκε ανυπεράσπιστα.. Σταμάτησαν στην Άβυδο για να συγκεντρώσουν όσα εφόδια μπορούσαν, καθώς τότε, η συγκομιδή στην Θράκη ωρίμαζε.

Ο Αλέξιος Δ΄ έρχεται στη Ζάρα να ζητήσει τη βοήθεια των Σταυροφόρων – τοιχογραφία από τα Ανάκτορα των Δόγηδων στη Βενετία (Πηγή: el.wikipedia.org)

«Η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως»

Στις 23 Ιουνίου 1203, οι Σταυροφόροι αντίκρισαν την Κωνσταντινούπολη μένοντας κατάπληκτοι από το μεγαλειώδες θέαμα. Σύμφωνα με τον Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος περιγράφει: «Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο καλά οχυρωμένη πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος της, το πλάτος της, έδειχναν πως ήταν η βασιλεύουσα των πόλεων.»[25] Τα δεκάδες βενετικά πλοία αγκυροβόλησαν στην Χαλκηδόνα και στην Χρυσούπολη. Στις 1 Ιουλίου 1203,  ο Αλέξιος Γ΄ έστειλε τον Μιχαήλ Στρυφνό[26] με ένα στράτευμα να διώξει τους σταυροφόρους από την Χρυσούπολη, αλλά εκείνος, μόλις είδε τους σταυροφόρους να επιτίθενται, ετράπη σε φυγή[27]. Ο Αλέξιος Γ΄ έστειλε τον Λομβαρδό Νικόλαο Ρου[28] να προτείνει στους σταυροφόρους να δεχθούν χρήματα και εφόδια και να αποχωρήσουν[29]. Εκείνοι απάντησαν ότι θα αποχωρούσαν μόνο αν ανέβαινε στον θρόνο ο γιος του Ισαακίου, Αλέξιος. Την επόμενη ημέρα, ο Δόγης ανέβασε τον τελευταίο σε μία γαλέρα και έπλευσε κοντά στα τείχη για να τον παρουσιάσει στον λαό της Κωνσταντινουπόλεως[30]. Όσοι Έλληνες ήταν στα τείχη, φασκέλωσαν και έβρισαν και τους δύο και τότε οι σταυροφόροι αποφάσισαν να επιτεθούν[31].

Στις 5 Ιουλίου 1203, οι σταυροφόροι κατέλαβαν πρώτα το Γαλατά και έκοψαν την αλυσίδα, η οποία έκλεινε την είσοδο στον Κεράτιο κόλπο. Μετά, τα πλοία τους εισέπλευσαν στο λιμάνι της Κωνσταντινουπόλεως και άρχισε η επίθεση από ξηράς και θαλάσσης κατά των τειχών της πόλης. Ο Αλέξιος Γ΄ ετέθη ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του, αλλά πάλι υποχώρησε χωρίς να δώσει μάχη[32]. Στις 17 Ιουλίου 1203, οι σταυροφόροι υπό την ηγεσία του Δάνδολου κατέλαβαν κάποιους πύργους στα θαλάσσια τείχη, αλλά η Βαράγγια Φρουρά κατάφερε να εμποδίσει την κατάληψη των υπόλοιπων τειχών. Οι Βαράγγοι ετοιμάστηκαν για αντεπίθεση, αλλά οι σταυροφόροι έβαλαν φωτιά σε ορισμένα κτήρια, η οποία αναζωπυρώθηκε τόσο, ώστε τα κτήρια στον χώρο από το ύψωμα των Βλαχερνών έως την μονή της Ευεργέτισσας κάηκαν όλα. Όπως γράφει ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, η φωτιά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι Έλληνες υπερασπιστές δεν μπορούσαν να δουν τους Λατίνους[33]. Την ίδια στιγμή, ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος βγήκε με τον στρατό του από την πύλη του Αδριανού και, παρά τις προτροπές του στρατηγού Θεοδώρου Λάσκαρη[34] να πολεμήσει[35], εκείνος παρέταξε τον στρατό του και υποχώρησε[36]. Την νύκτα της ίδιας ημέρας, συγκέντρωσε δέκα κεντητάρια χρυσού, τις πολύτιμες πέτρες, που κοσμούσαν το στέμμα, φωτεινά στιπλνά μαργαριτάρια, βασιλικές στολές και με την κόρη του Ειρήνη και κάποιες συγγενείς του εισήλθε σε πλοίο και έφυγε[37]. Φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη κατευθύνθηκε προς την Φιλιππούπολη, όπου όμως δεν έγινε δεκτός και κατέληξε στην Μοσυνούπολη[38], στην οποία και εγκαταστάθηκε.

Οι σταυροφόροι στρατοπεδεύουν έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας (Πηγή: http://greekworldhistory.blogspot.com)

 

Αμέσως, ο αυτοκρατορικός Σακελλάριος συνέλαβε την αυτοκράτειρα Ευφροσύνη[39], τον Θεόδωρο Λάσκαρη[40] και τους στενούς συγγενείς του Αλεξίου Γ΄, ενώ αποφυλάκισε τον Ισαάκιο Άγγελο. Στην συνέχεια, εστάλησαν αγγελιοφόροι να αναγγείλουν στους Λατίνους την φυγή του Αλεξίου Γ΄. Εκείνοι ζήτησαν από τον Ισαάκιο Άγγελο να επιβεβαιωθούν οι όροι της συμφωνίας που είχαν συνομολογήσει με τον γιο του. Ο Ισαάκιος εδέχθη με μεγάλη δυσφορία και οι συμφωνίες επισημοποιήθηκαν με όρκους και χαρτιά σφραγισμένα με χρυσόβουλα[41]. Ο Βιλλεαρδουίνος αναφέρει τα επακολουθήσαντα: «Τότε ανέβηκαν οι ευγενείς στα άλογα και οδήγησαν τον πρίγκιπα με πολύ μεγάλη χαρά τους στην πολιτεία, στον πατέρα του. Και οι Έλληνες του άνοιξαν την πύλη και τον υποδέχτηκαν με πολύ μεγάλες χαρές και πολύ μεγάλη γιορτή.»[42]

Στις 1 Αυγούστου 1203, ο γιος του Ισαακίου Αγγέλου Αλέξιος και ο πατέρας του εστέφθησαν Αυτοκράτορες στην Αγία Σοφία παρουσία και όλων των αρχηγών της σταυροφορίας, ως Αλέξιος Δ΄. Ο Αλέξιος Δούκας έλαβε το αξίωμα του Πρωτοβεστιαρίου[43].

Ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος, προκειμένου να συγκεντρώσει τα συμφωνημένο ποσό, επέβαλε νέους φόρους, δήμευσε περιουσίες, ξήλωσε εικόνες, άρπαξε χρυσά δισκοπότηρα από τις εκκλησίες, προκειμένου να συγκεντρώσει τα χρήματα, που είχε υποσχεθεί στους Λατίνους αλλά δεν το κατόρθωσε. Εκστράτευσε να πάρει τα χρήματα που είχε κλέψει ο θείος του, ο Αλέξιος Γ΄. Έπειτα, αφού περισυνέλεξε ό, τι βρισκόταν στο δημόσιο ταμείο, δήμευσε τα κτήματα της Ευφροσύνης και των οπαδών της, πλήρωσε τους Λατίνους 100.000 μάρκα, από τα οποία πήραν οι Βενετοί 50.000 άμεσα -σύμφωνα με την διανομή των κατακτήσεων- και 36.000 έμμεσα για την πληρωμή του χρέους των σταυροφόρων. Τα υπόλοιπα μοιράστηκαν στους σταυροφόρους.

Στις 19 Αυγούστου 1203, σημειώθηκαν ταραχές μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι έβαλαν φωτιά σε σπίτια που γρήγορα εξαπλώθηκε και μαινόταν ανεξέλεγκτα για οκτώ ημέρες. Μεγάλο μέρος της Κωνσταντινουπόλεως και πολλά μνημεία καταστράφηκαν ενώ το 1/3 του πληθυσμού έμεινε άστεγο. Ο Χωνιάτης κατηγορεί τους σταυροφόρους ότι έβαλαν την φωτιά για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες[44], αλλά ο Βιλλεαρδουίνος αποκρούει την πιθανότητα αυτή[45]. Αυτό το γεγονός έκανε μισητούς τους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη.

Παράλληλα, στις 25 Αυγούστου 1203, ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος υπέβαλε ομολογία πίστεως στον Πάπα της Ρώμης ομολογία πίστεως και ανάγκασε τον πατριάρχη Ιωάννη Ι΄ Καματηρό[46] να ανακηρύξει μέσα στην Αγία Σοφία τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ πρώτο επί της γης εκπρόσωπο του Χριστού. Αδυνατώντας, όμως, να συγκεντρώσει τα οφειλόμενα χρήματα, είπε στους σταυροφόρους τα εξής: «Πλησιάζει η μέρα που θα πρέπει να φύγετε και η συνεργασία που κάνατε με τους Βενετούς δεν θα κρατήσει παρά μέχρι την γιορτή του Αγίου Μιχαήλ[47]. Μέσα σε τόσο λίγο χρόνο δεν μπορώ να εκτελέσω τις συμφωνίες που έχω κάνει μαζί σας. Μάθετε πως αν με αφήσετε μοναχό μου, οι Έλληνες θα με μισήσουν εξαιτίας σας. θα ξαναχάσω την χώρα μου και θα με σκοτώσουν. Αλλά να κάνετε ένα πράγμα που θα σας πω: να μείνετε μέχρι τον Μάρτιο και εγώ θα παρατείνω για σας την παραμονή του στόλου σας, μέχρι την γιορτή του Αγίου Μιχαήλ του χρόνου και θα πληρώσω τα έξοδα στους Βενετούς, και θα σας δώσω ό, τι χρειάζεται, μέχρι το Πάσχα. Και μέσα σ΄ αυτό το διάστημα θα έχω κάνει έτσι με την χώρα μου, που και να μην γίνεται να την ξαναχάσω, και τις συμφωνίες μου μαζί σας να κρατήσω. γιατί θα έχω πάρει τα χρήματα που θα μου έρθουν από την χώρα μου και θα έχω ετοιμάσει στόλο για να έρθω μαζί σας ή για να τον στείλω, έτσι όπως σας έχω υποσχεθεί. Και τότε θα ΄χετε το καλοκαίρι από την αρχή μέχρι το τέλος για να κάνετε την εκστρατεία.»[48] Οι σταυροφόροι εδέχθησαν με μεγάλη δυσφορία.

Τον Νοέμβριο του 1203, οι σταυροφόροι λεηλάτησαν τα προάστια της Κωνσταντινουπόλεως και τις ακτές της Προποντίδας για να βρουν εφόδια. Τον Νοέμβριο του 1203, ο Αλέξιος Δ΄ επετέθη σε πόλεις της Θράκης που είχαν μείνει πιστές στον Αλέξιο Γ΄, από την λεηλασία των οποίων εξοικονόμησε κάποια ακόμα χρήματα. Ωστόσο, αγανακτισμένος από τους εκβιασμούς των Λατίνων και φοβούμενος την οργή του λαού, ανακοίνωσε στον Βονιφάτιο ότι δεν μπορούσε ούτε ήθελε να δώσει τα χρήματα που του ζητούσαν. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1203, οι Λατίνοι έστειλαν πρεσβεία στον Αλέξιο Δ΄ με επικεφαλής τον Κόνωνα της Μπετύν, ο οποίος απείλησε ανοικτά τους Έλληνες ότι θα απέσυραν την υποστήριξή τους και ότι θα διεξήγαγαν πόλεμο, στην περίπτωση που δεν υλοποιούσαν όσα είχαν υποσχεθεί[49]. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος σημειώνει ότι: «Πολλοί από τους Έλληνες θεώρησαν αυτήν την πρόσκληση πολύ περίεργη και θρασύτατη και είπανε πως ποτέ κανείς δεν στάθηκε θαρραλέος ώστε να τολμήσει να προκαλέσει τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μέσα στα διαμερίσματά του. Πολύς θόρυβος σηκώθηκε εκεί μέσα. και οι αγγελιοφόροι γύρισαν την πλάτη και πήγαν στην πύλη και ανέβηκαν στα άλογά τους»[50].

Τις επόμενες ημέρες, ο Δάνδολος ζήτησε να δει τον Αλέξιο Δ΄ και συναντήθηκαν στο λιμάνι του Γαλατά. Ο Βενετός Δόγης τον προέτρεψε να πληρώσει όσα όφειλε αλλά, εκείνος, έχοντας αγανακτήσει με τους Σταυροφόρους, απάντησε θυμωμένα ότι δεν μπορούσε, ούτε και ήθελε να δώσει περισσότερα. Τότε, ο Ερρίκος Δάνδολος του μήνυσε: «Αίσχιστον παιδάριον, ημείς από κοπρίας σε ανεστήσαμεν, και ημείς πάλιν θέλομεν σε ρίψει εις την κοπρίαν[51]

Εξοργισμένοι οι πολίτες, «το δημώδες της πόλεως» καθώς αναφέρει ο Χωνιάτης, από τις καθημερινές λεηλασίες, καταστροφές κτηρίων και μικροσυμπλοκές με τους Λατίνους, στρέφονταν προς τον Αυτοκράτορα, ζητώντας να ξεκινήσει μαζί τους «πιστοίς ούσι και πατριώταις»[52] και να κινηθούν με τον στρατό κατά των σταυροφόρων. Εκείνος, όμως, αδιαφορούσε, καθώς το εύρισκε ως «ασύμφορο»[53]. Ο Αλέξιος Δούκας εκινήθη αυτοβούλως να το πράξει[54]. Στις 1 Δεκεμβρίου 1203, συγκρούστηκε με τους Λατίνους στην τοποθεσία Τρυπητός Λίθος, αρχικά νικώντας τους, αλλά μετά από λίγη ώρα, το άλογό του γλίστρησε και ο ίδιος έπεσε και κινδύνευσε να αιχμαλωτισθεί. Κανείς από τους Διοικητές δεν τον βοήθησε, γιατί είχαν διαταχθεί από τον Αυτοκράτορα[55]. Τελικά, διεσώθη, διότι «τοξότις νεολαία της πόλεως τα δυνατά παρατυχούσα επήμυνε»[56]] (δηλαδή μια ομάδα νεαρών τοξοτών τον υπερασπίστηκε). Παρόμοιο γεγονός συνέβη και στις 27 Δεκεμβρίου 1203[57]. Κατόπιν, ο Αλέξιος Δούκας επεχείρησε να πυρπολήσει τον βενετικό στόλο[58], αλλά, λόγω της προνοίας του Δάνδολου, ματαιώθηκε[59]. Στις 9 Ιανουαρίου 1204, έγινε νέα μάχη, την οποία, όμως, απέκρουσε ο Βονιφάτιος[60].


Η ανάρρηση του Αλεξίου Ε΄ Δούκα στον θρόνο

Στις 25 Ιανουαρίου 1204, πραγματοποιήθηκε στην Αγία Σοφία συγκέντρωση του λαού, που είχε απογοητευθεί από την πολιτική των δύο Αυτοκρατόρων. Απευθυνόταν στους επίσης συγκεντρωμένους εκεί, «την Σύγκλητον, την των αρχιερέων ομήγυριν και τους του βήματος λογίμους»[61], οι οποίοι «ηναγκάζοντο συνελθείν εκείσε και συνδιασκέψασθαί σφισι περί του άρξαντος.»[62] Στις 28 Ιανουαρίου 1204, μετά από ένα χαώδες τριήμερο αναρχίας, o όχλος ανακήρυξε Αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία τον Νικόλαο Καναβό, ο οποίος ήταν «τὸ ήθος μειλίχῳ και δεξιώ την γνώμην καὶ στρατηγικώ τὰ πολέμια»[63], δεν ήθελε, όμως, να ενθρονισθεί και επιπλέον, δεν ανεγνωρίσθη επισήμως από τον Πατριάρχη, την αριστοκρατία και την Σύγκλητο.

Ο Αλέξιος Δ΄, που είχε οχυρωθεί μαζί με τον πατέρα του στον Παλάτιο των Βλαχερνών, ανέθεσε στους στενούς του συνεργάτες και στον Αλέξιο Δούκα να επικοινωνήσουν με τους σταυροφόρους και να ζητήσουν την βοήθειά τους για να επέμβουν και να τους σώσουν. Εκείνος, όμως, δεν εκτέλεσε την διαταγή του, αλλά, με την βοήθεια του ευνούχου, που ήταν υπεύθυνος για το θησαυροφυλάκιο[64], δωροδόκησε τους Βαράγγους σωματοφύλακες. Την νύχτα της 28ης προς 29ης Ιανουαρίου 1204, ανήγγειλε στον Αλέξιο Δ΄ και τον πατέρα του ότι οι συγγενείς του, ο λαός και οι Βαράγγοι βρίσκονταν έξω από τις πόρτες και ζητούσαν να τους φονεύσουν[65], λόγω της φιλίας και της εξαρτήσεώς τους από τους σταυροφόρους[66]. Τους πήρε μαζί του με το πρόσχημα ότι θα τους σώσει, αλλά τους έκλεισε στην φυλακή. Αμέσως μετά, ενεδύθη τα αυτοκρατορικά ενδύματα και ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ[67].

Σχετικώς με την στάση των σταυροφόρων, ο Runciman αναφέρει: «Η ανακτορική επανάσταση υπήρξε άμεση πρόκληση κατά των σταυροφόρων. Οι Βενετοί από καιρό τους παρακινούσαν να εφαρμόσουν τη μόνη αποτελεσματική λύση που κατά τη γνώμη τους ήταν λογική, δηλαδή να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη εξ εφόδου και να εγκαταστήσουν εκεί ένα Δυτικό ως Αυτοκράτορα[68]

Στις 2 Φεβρουαρίου 1204, ο Ερρίκος της Φλάνδρας επετέθη στην Φιλέα της επαρχίας Δέρκων της Θράκης για να βρει προμήθειες[69]. Ο Αλέξιος Δούκας πραγματοποίησε μάχη εναντίον του, αλλά επειδή ο στρατός του δείλιασε και υποχώρησε[70], ο ίδιος κινδύνευσε να συλληφθεί ζωντανός και στα χέρια των σταυροφόρων έπεσαν ο θυρεός και η εικόνα της Παναγίας της Νικοποιού[71]. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, διέδωσε ότι είχε νικήσει τον Ερρίκο της Φλάνδρας και σε ερωτήσεις των Ελλήνων για την εξαφάνιση της εικόνας και του θυρεού, τους απαντούσε πως όλα ήταν σε ασφάλεια[72]. Όταν το έμαθαν αυτό οι σταυροφόροι, σύμφωνα με τον Ροβέρτο του Κλαρί, ανέβασαν την Εικόνα ψηλά σε μια γαλέρα, μαζί με τον θυρεό της Αυτοκρατορίαςκαι «αρμένισαν την γαλέρα αυτή μαζί με την Εικόνα απ’ άκρη σ΄ άκρη των τειχών, έτσι ώστε όσοι ήταν στα τείχη και πολλοί απ’ τους κατοίκους της πόλης τα είδαν και κατάλαβαν καλά πως ήταν ο θυρεός και η Εικόνα του Αυτοκράτορα.»[73] Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας προσπάθησε να ανατρέψει το αρνητικό κλίμα, λέγοντας ότι θα εκδικηθεί σκληρά τους σταυροφόρους για την πράξη τους αυτή. Το γεγονός, όμως, της απώλειας της εικόνας της Παναγίας της Νικοποιού που συμβόλιζε την προστασία της Θεοτόκου, θεωρήθηκε κάκιστος οιωνός από τους Έλληνες και ευοίωνο σημείο από τους σταυροφόρους.

Στις 5 Φεβρουαρίου 1204, ο Αλέξιος Δούκας εστέφθη Αυτοκράτωρ στην Αγία Σοφία ως Αλέξιος Ε΄. Συνελήφθη ο Νικόλαος Καναβός από την φρουρά του Αλεξίου Ε΄ Δούκα και εφυλακίσθη. Λέγεται ότι ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας είχε δώσει διαταγή εκτελέσεως του Καναβού, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Επίσης, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας επεχείρησε να καταστρέψει τα εχθρικά πλοία με την αποστολή φλεγόμενων πλοίων, αλλά απέτυχε[74].

Ο Αλέξιος Ε΄ απομάκρυνε όλους τους αξιωματούχους που θεωρούσε ότι δεν ήσαν πιστοί στο πρόσωπό του, συμπεριλαμβανομένου και του τότε λογοθέτη των σεκρέτων[75] και ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος, έκτοτε, έτρεφε μίσος απέναντί του[76]. Ευρίσκοντας το θησαυροφυλάκιο άδειο, υποχρεώθηκε να φορολογήσει βαριά τους αριστοκράτες. Ταλαιπώρησε τους πρώην καίσαρες, τους πρώην σεβαστοκράτορες και άλλους πρώην αξιωματούχους της περιόδου των Αγγέλων[77] και τα δημευθέντα χρήματά τους τα διοχέτευσε σε δημόσιες ανάγκες[78]. Αυτές του οι ενέργειες τον έκαναν αγαπητό στον λαό, αλλά έχασε την υποστήριξη από την αριστοκρατία, ακόμη και από τους συγγενείς του[79].

Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ύψωσε τα παράλια τείχη της Κωνσταντινουπόλεως με δοκούς, ενίσχυσε τις χερσαίες πύλες και αναζωπύρωσε το φρόνημα των στρατιωτών «τω καθ΄ εαυτώ υποδείγματι»[80]. Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, πολλές φορές, λάμβανε το ξίφος, φορούσε την χάλκινη περικεφαλαία του και ανέκοπτε τις επιδρομές των σταυροφόρων, και όταν αυτοί έβγαιναν για να συλλέξουν προμήθειες, εμφανιζόταν μπροστά τους με δική του πρωτοβουλία[81]. Σύμφωνα με την Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας «δεν είχε, όμως, τις τεχνικές γνώσεις για διεξαγωγή άμυνας σε πολιορκία, αλλά ούτε και τις συμπάθειες της ανωτέρας τάξεως διέθετε, η οποία όλο αυτό το διάστημα δεν κινητοποιήθηκε.»[82]

Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος διαπραγματεύεται με τον Δόγη Ενρίκο Δάνδολο – έργο του Γκυστάβ Ντορέ. (Πηγή: wikipedia.org)

Στις 8 Φεβρουαρίου 1204, ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, κατόπιν αιτήματός του, συναντήθηκε με τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα στο Κοσμίδιον[83]. Στην συνάντηση, ο Βενετός Δόγης ευρίσκετο όρθιος στην γαλέρα του και ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ήταν έφιππος στην ακτή. Ο τελευταίος προσπάθησε να συμφωνηθεί μια ομαλή αποχώρηση των Σταυροφόρων. Αντίθετα, ο υπέργηρος Δόγης απαίτησε τα εξής:

  1. Έπρεπε να επανέλθει στον θρόνο ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος.
  2. Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο.
  3. Οι Λατίνοι θα διαπραγματεύονταν μόνον με τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, του οποίου οι προηγούμενες πράξεις θα μπορούσαν να συγχωρεθούν λόγω της νεότητος και της ανωριμότητός του.
  4. Η υποταγή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στην Εκκλησία της Ρώμης ήταν απαραίτητη.
  5. Οι συμφωνίες που προηγουμένως είχαν συμφωνηθεί με τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο έπρεπε να τηρηθούν. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πληρωθούν τα χρέη του[84]. Μάλιστα, ζήτησε να αποπληρωθούν δύο χιλιάδες διακόσια εξήντα οκτώ κιλών χρυσού[85].

Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, οι απαιτήσεις αυτές ήταν «αποκναίουσαί τε καὶ δυσπαράδεκτοι τοις γευομένοις ελευθερίας και ειωθόσιν επιτάσσειν, ουκ επιτάσσεσθαι»[86]. Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας τις απέρριψε. Μάλιστα, όταν αποχωρούσε, εδέχθη την επίθεση των Λατίνων ιπποτών, αλλά κατάφερε να ξεφύγει την τελευταία στιγμή με την βοήθεια της φρουράς των Βαράγγων, που τον συνόδευαν[87].

Εξοργισμένος για την εύνοια των Σταυροφόρων, απέναντι στον φυλακισμένο Αλέξιο Δ΄, στραγγάλισε τον τελευταίο[88]. Έπειτα, απαίτησε από τους Σταυροφόρους να αναχωρήσουν άμεσα από τα εδάφη της Ρωμανίας σε οκτώ ημέρες[89], ειδάλλως θα τους πολεμούσε[90]. Εκείνοι απέρριψαν τις απαιτήσεις του, καθώς τον θεωρούσαν προδότη και δολοφόνο του Αλεξίου Δ΄[91] και ως εκ τούτου, αναρμόδιο να τους προκαλεί[92]. Μάλιστα, τον προειδοποίησαν ότι δεν θα έλυναν την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, πριν εκδικηθούν για τον δολοφονημένο[93], καταλάβουν την πόλη[94] και αποκτήσουν στο ακέραιο όλα όσα είχαν συμφωνήσει με τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο[95].


Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως

Στις 7 Μαρτίου 1204, με εισήγηση του Δάνδολου, οι Φράγκοι και οι Βενετοί υπέγραψαν συμφωνία για κατάληψη και διανομή μεταξύ τους της Ρωμανίας (Partitio Romaniae). Όποιον έβαζαν για Αυτοκράτορα θα κρατούσε το μεγάλο αυτοκρατορικό παλάτι και το παλάτι των Βλαχερνών, ένα τέταρτο της πόλης και την Αυτοκρατορία[96]. Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα θα μοιράζονταν μεταξύ των Βενετών και των σταυροφόρων σε φέουδα μεταξύ τους[97]. Όλοι οι τιμαριούχοι, εκτός από τον Δόγη, θα ήταν υποτελείς στον Αυτοκράτορα.

 Χάρτης της Κωνσταντινουπόλεως και των τειχών της κατά την βυζαντινή εποχή. (Πηγή: wikipedia.org)

Στις 8 Απριλίου 1204, τα μεγαλύτερα πλοία των σταυροφόρων κατέλαβαν μια ευθεία γραμμή από την μονή Ευεργέτου προς το παλάτι των Βλαχερνών, το οποίο πυρπολήθηκε και τα κτήρια ισοπεδώθηκαν, αποψιλώνοντας κάθε ευχάριστο θέαμα[98]. Βλέποντας ο Δούκας αυτά, διέταξε να στηθεί η αυτοκρατορική σκηνή στην μονή του Παντεπόπτου από όπου ήταν ορατά τα πολεμικά πλοία και η δράση των επιβαινόντων σε αυτά[99].

Στις 9 Απριλίου 1204, οι σταυροφόροι εξαπέλυσαν μεγάλη επίθεση από την θάλασσα, από την πλευρά του Κερατίου. Προς μεγάλη τους έκπληξη, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας είχε προετοιμάσει την άμυνα και, με σύμμαχο τον κακό καιρό, η επίθεση απεκρούσθη. Ο αέρας φυσούσε δυνατά από την ξηρά και τα καράβια δεν μπορούσαν να πλησιάσουν κοντά, ώστε οι σταυροφόροι να ανεβούν πάνω στα τείχη όπως είχαν σχεδιάσει. Γύρω στο μεσημέρι, ύστερα από πολύωρη άγρια μάχη σε όλο το μήκος των τειχών, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με βαριές απώλειες. Η ήττα τούς αποθάρρυνε και άρχισαν να σκέφτονται να λύσουν την πολιορκία. Οι ηγέτες τους και οι καθολικοί κληρικοί, όμως, παρενέβησαν και προσπάθησαν να τους φανατίσουν με λόγια όπως «οι Έλληνες είναι χειρότεροι από τους Εβραίους» και κραυγάζοντας ότι είναι θέλημα Θεού να εξολοθρεύσουν τους «σχισματικούς».

Στις 11 Απριλίου 1204, μάλιστα, σύμφωνα με τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, συγκεντρώθηκαν οι αρχηγοί της σταυροφορίας και ο Ερρίκος Δάνδολος, μαζί με τους ιππότες. Οι μετέχοντες στην εκστρατεία κληρικοί, εκπρόσωποι του Πάπα και επίσκοποι των Σουασόν, Troyes, Χαλμπερσαντ, ο maître Jehans de Faicete και ο ηγούμενος του Loos «εξήγησαν στους ευγενείς και στους προσκυνητές πως εκείνος που είχε κάνει τέτοια δολοφονία[100] δεν είχε δικαίωμα να έχει στην κατοχή του μια χώρα και όλοι εκείνοι που το αποδεχόντουσαν, κάτι τέτοιο ήταν συνένοχοι στον φόνο και, έξω απ’ αυτό, είχαν πάψει να υπακούουν στην Ρώμη. “Γι αυτό σας λέμε” είπαν οι κληρικοί “πως η μάχη είναι δίκαια και σωστή. Και αν έχετε το δίκαιο σκοπό να κατακτήσετε την χώρα και να την κάνετε να υπακούσει στην Ρώμη, θα έχετε την συγχώρεση που σας προσφέρει ο Πάπας, όσοι πεθάνετε στον πόλεμο εξομολογημένοι”.»[101]

Στις 12 Απριλίου 1204, η επίθεση των Λατίνων επαναλήφθηκε στο ίδιο σημείο, στα επιθαλάσσια τείχη του Κερατίου Κόλπου. Ο Αλέξιος Ε΄, στρατοπεδευμένος στην Ιερά Μονή Παντεπόπτου[102], ενθάρρυνε τους υπερασπιστές και τους έστελνε στα σημεία των τειχών που ήταν πιο ευάλωτα[103]. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν και πάλι γενναία και προς στιγμήν πίστεψαν ότι η νίκη ήταν με το μέρος τους. Το μεσημέρι, όμως σηκώθηκε δυνατός βόρειος άνεμος και έσπρωξε τις λατινικές γαλέρες προς τα τείχη. Δύο από αυτές, η «Προσκυνήτρια» και ο «Παράδεισος», ενωμένες με αλυσίδες και με υπερκατασκευές πάνω από το κατάστρωμα προσέγγισαν έναν πύργο και έριξαν τις σκάλες τους. Από τις σκάλες πήδηξε πρώτος πάνω στον πύργο ένας Βενετός που ήθελε να κερδίσει το έπαθλο των χιλίων χρυσών νομισμάτων που είχε τάξει ο Δάνδολος σε όποιον πατούσε πρώτος στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Τον τολμηρό Βενετό σκότωσαν οι Βαράγγοι που υπεράσπιζαν τον πύργο. Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο Λατίνοι, ονόματι Ανδρέας Ντυραμπουάζ και Ιωάννης Σουάζ. Ο πρώτος κατόρθωσε να σκοτώσει τον τελευταίο Βάραγγο που στεκόταν ακόμα όρθιος εκεί και έτσι ο πύργος κυριεύθηκε. Από την εναέρια γέφυρα που ένωνε τον πύργο με τις δύο γαλέρες όρμησαν κι άλλοι σταυροφόροι και σύντομα κατέλαβαν τέσσερις ακόμα πύργους. Υπό την προστασία των καταληφθέντων πύργων, οι Λατίνοι άρχισαν να μπαίνουν έφιπποι στην Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες, όταν είδαν την βενετική σημαία να κυματίζει στα θαλάσσια τείχη, πανικοβλήθηκαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους[104]. Ο Αλέξιος Ε΄ οχυρώθηκε στο παραθαλάσσιο παλάτι του Βουκολέοντος στην άλλη πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως.

Οι σταυροφόροι εισήλθαν μέσα στην Πόλη, αλλά παρέμειναν συντεταγμένοι σε παράταξη φοβούμενοι μην γίνει αντεπίθεση εκ μέρους των Ελλήνων. Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας, περιπλανώμενος στην πόλη, προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες να πολεμήσουν, αλλά κανείς δεν άκουγε τις παρακλήσεις του ούτε τις απειλές του[105]. Ο Χωνιάτης αναφέρει ότι «απογνώσεως πάσιν αιγίς επεσέσειστο»[106], είχε νυχτώσει και ο καθένας φρόντιζε για την ζωή του και την μεταφορά της περιουσίας του[107].  Σύμφωνα με την Χριστοφιλοπούλου, οι αρχές και η αγωνιστικότητα του λαού και της αριστοκρατίας «μετά τον θάνατο του Ανδρονίκου Α΄[108] είχαν δώσει την θέση τους στην αποχαύνωση[109].» Τότε, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας, βλέποντας ότι «ουδὲν ωφελεί, και δεδιώς άμα μη συλληφθείη καὶ ως όψον ή επιτράγημα ταις γνάθοις των Λατίνων προκείσεται»[110] (δηλαδή, δεν ωφελεί και φοβούμενος μην συλληφθεί και γίνει επιδόρπιο για τα σαγόνια των Λατίνων) έφυγε από την Χρυσή Πύλη παίρνοντας μαζί του την πρώην αυτοκράτειρα Ευφροσύνη[111], και την κόρη της Ευδοκία[112],  με κάποιους οπαδούς του και αναχώρησε από την Πόλη, μέσω της θάλασσας. Το ίδιο βράδυ, εγκατέλειψαν την Πόλη από τις χερσαίες πύλες της δυτικής πλευράς και πολλοί άλλοι επιφανείς Έλληνες.

Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους (1204) – έργο του Ιάκωβου Πάλμα. (Πηγή: wikipedia.org)

Όσοι Έλληνες παρέμειναν, ανακήρυξαν νέο αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη[113], ο οποίος βγήκε μαζί με τον Πατριάρχη στο Χρυσό Ορόσημο, στην πλατεία μεταξύ της εκκλησίας και του Μεγάλου Παλατιού και μίλησε με πάθος στην φρουρά των Βαράγγων, λέγοντάς τους ότι δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν αν παρεδίδονταν τώρα σε νέους κυρίους. Αλλά το φρόνημά τους είχε καταπέσει και δεν ήθελαν πια να πολεμήσουν. Γι αυτό, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης και η οικογένειά του μαζί με άλλους Κωνσταντινουπολίτες που ήταν συγκεντρωμένοι στο λιμάνι του παλατιού, επιβιβάστηκαν σε πλοίο που τους μετέφερε στην απέναντι όχθη του Βοσπόρου. Η οικογένεια των Λασκαρέων κατέφυγε στην Νίκαια, όπου, μετέφεραν την έδρα της Ρωμανίας.

Το πρωί της 13ης Απριλίου 1204 τα υπολείμματα του στρατού, ο κλήρος και ο λαός παραδόθηκαν στους Σταυροφόρους. Οι ιερείς προϋπάντησαν με εικόνες και σταυρούς. Έγιναν μερικές αψιμαχίες στους δρόμους, καθώς οι σταυροφόροι άνοιγαν το δρόμο τους μέσα από την πόλη. Οι τελευταίοι αμέσως μόλις έφθασαν στα πρώτα σπίτια, έβαλαν φωτιά και ξεκίνησαν την λεηλασία της πόλης. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικώς: «Οι σταυροφόροι, διασπαρέντες εις όλα αυτής τα τμήματα, ήρπαζον ανηλεώς παν το επιτήδειον να ερεθίσει την απληστίαν αυτών, χρυσόν, άργυρον, πολυτίμους λίθους, μεταξωτά υφάσματα, γουναρικά βαρύτιμα. Εισέβαλλον δε ου μόνον εις τα μέγαρα των πλουσίων, αλλά και εις τας πτωχοτάτας οικίας. Μάτην οι κάτοικοι επεκαλούντο την φιλανθρωπίαν των κομήτων και των βαρώνων, ουδεμίαν εισηκούετο επιεικείας φωνή. Δισχίλιοι πολίται κατεκρεουργήθησαν την πρώτην ημέραν. Κύριος δε οίδε πόσοι εθανατώτησαν κατά τας επομένας. Αλλ΄ οι επιζώντες ήσαν δυστυχέστεροι των θνησκόντων, διότι δεν εγυμνούντο μόνον, αλλά και υβρίζοντο υπό των κατακτητών, οίτινες ουδέν εσεβάσθησαν, ούτε γυναίκα, ούτε ιερά ούτε τάφους. Ο νεκρός του Ιουστινιανού, ου εφείσθησαν οι αιώνες και όστις παρέστη ακέραιος εις τα όμματά των, δεν ανεχαίτησε τας ιεροσύλους αυτών χείρας. Εισερχόμενοι εις τας εκκλησίας έχεον κατά γης και έρριπτον το θείον αίμα και σώμα του Χριστού διαρπάζοντες τα τιμαλφή τούτων δοχεία, ων τα μεν έθραυον ίνα σφετερισθώσι τους εγκειμένους κόσμους, τα δε παρέθετον επί των εαυτών τραπεζών εις οίνων κεράσματα και ως φαγητών σκεύη. Δεινότατα δε ησχημόνησαν και ησέβησαν εν τω μεγάλω της του Θεού Σοφίας ναώ. Η θυωρός τράπεζα, το εκ πασών τιμίων υλών κάλλιστον εκείνο και εξαίσιον και αξιάγαστον σύνθεμα κατεκερματίσθη και διεμερίσθη μεταξύ των σκυλευτών, ωσαύτως και άπας ο απέραντος πλούτος όστις εκόσμει τα ιερά και τεχνικώτατα σκεύη και έπιπλα και προσέτι το βήμα, τον θριγκόν, τον άμβωνα, τας πύλας, αφηρέθη και διηρπάγη. Ίνα φορτωθώσι τα λάφυρα ταύτα, εισήγοντο εις τον ναόν ημίονοι και υποζύγια σεσαγμένα. Και επειδή πολλά εξ αυτών εξωπλίσθουν και έπιπτον δια την των επιπέδων λίθων στιλπνότητα οι στρατιώται εξεκέντουν αυτά, ώστε το θείον δάπεδον εμολύνθη εκ τε του προχυθέντος αίματος και εκ της κόπρου των ζώων. Γυναικάριον δε πορνικόν ανελθόν εις την πατριαρχικήν καθέδραν αφήκεν άσεμνον απ΄ αυτής μέλος και εχόρευεν εν τω ναώ εις ύβριν των ιερωτάτων της θρησκείας τελετών.»[114]

Ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων Νικήτας Χωνιάτης γράφει παρομοίως: «Όθεν ήν εις πόνον ἅπασα κεφαλή, εν στενωποῖς θρήνοι καὶ ουαί καὶ κλαυθμοί, εν τριόδοις οδυρμοί, εν ναοῖς ολοφυρμοί, ἀνδρῶν οἰμωγαί, γυναικών ολολυγαί, ελκυσμοί, ανδραποδισμοί, διασπασμοὶ καὶ βιασμοὶ σωμάτων συναφῶν πρότερον. οἱ τῷ γένει σεμνοί γυμνοὶ περιῄεσαν, οἱ τω γήρᾳ γεραροὶ γοεροί, οἱ πλούσιοι ανούσιοι. οὕτως εν πλατείαις, οὕτως ἐν γωνίαις, οὕτως ἐν τεμένεσιν, οὕτως ἐν καταδύσεσιν· οὐδὲ γὰρ ἦν τις τόπος ανεξερεύνητος ή ασυλίαν τοις προσρυομένοις διδούς… Τοιαύθ’, ως ἐκ πολλών βραχέα δοῦναι τῇ ἱστορίᾳ, οι εξ εσπέρας στρατοὶ κατὰ τῆς Χριστοῦ κληρονομίας παρηνομήκασιν, επ΄ ουδενί τῶν όλων τὸ φιλάνθρωπον ενδειξάμενοι, αλλὰ πάντας αποξενώσαντες χρημάτων καὶ κτημάτων, οικημάτων τε καὶ ἐσθημάτων, καὶ μηδενὸς τῶν πάντων μεταδόντες τοις έχουσι[115].» (δηλαδή «Ο πόνος επικρατούσε παντού. Στα στενάκια αντηχούσαν θρήνοι, κραυγές και κλάματα, οδυρμοί στα σταυροδρόμια, ολοφυρμοί στους ναούς, οιμωγές από άνδρες, ολολυγές γυναικών, αιχμαλωσίες, συρσίματα στους δρόμους, βιασμοί σωμάτων και διάφορα άλλα. Οι αριστοκράτες περιφέρονταν γυμνοί, οι σεβάσμιοι ηλικιωμένοι έκλαιγαν, και οι πλούσιοι είχαν χάσει τις περιουσίες τους. Συνέβαινε έτσι στις πλατείες, στις γωνίες, στους ναούς, και στα κρυφά μέρη. δεν υπήρχε τόπος που να μην είχε εξερευνηθεί ή που να μπορούσε να προσφέρει άσυλο σε αυτούς που έτρεχαν προς τα εκεί.»)

Επίσης, ο Runciman αναφέρει χαρακτηριστικώς: «Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει το αντίστοιχό της στην ιστορία. Επί εννέα αιώνες, η μεγάλη πόλη υπήρξε η πρωτεύουσα του χριστιανικού πολιτισμού. Είχε γεμίσει με έργα τέχνης που είχαν επιζήσει από την αρχαία Ελλάδα και με τα αριστουργήματα των δικών της έξοχων καλλιτεχνών. Οι Ενετοί ήξεραν την αξία αυτών των πραγμάτων. Όπου μπόρεσαν άρπαξαν θησαυρούς και τους μετέφεραν για να στολίσουν τις πλατείες και τις εκκλησίες και τα παλάτια της πόλεώς των. Αλλά οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί είχαν κυριευθεί από μία μανία καταστροφής. Ξεχύθηκαν, ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ό, τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν ή για να βιάσουν, ή για ν’ ανοίξουν τα κελάρια για να πιουν. Δεν γλίτωσαν ούτε τα μοναστήρια ούτε οι εκκλησίες ούτε οι βιβλιοθήκες… Πληγωμένες γυναίκες και παιδιά κείτονταν ετοιμοθάνατες μέσα στους δρόμους. Επί τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας ώσπου η τεράστια και ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο.»[116] Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ σε καμία πόλη δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα[117]

Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, «η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως ήταν κτύπημα από το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσει να αναλάβει η Αυτοκρατορία[118] Επίσης, ο Steven Runciman αναφέρει χαρακτηριστικώς: «Δεν υπήρξε μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από την τέταρτη σταυροφορία. Όχι μόνο προκάλεσε την καταστροφή ή τον διασκορπισμό των θησαυρών του παρελθόντος, που το Βυζάντιο είχε με ευλάβεια αποθηκεύσει και τον θανάσιμο τραυματισμό ενός πολιτισμού που ήταν ακόμα ενεργός και μεγάλος, αλλά υπήρξε επίσης μια πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας. Δεν πήγε βοήθεια στους χριστιανούς της Παλαιστίνης. Αντιθέτως τους στέρησε από πιθανούς βοηθούς. Και ανέτρεψε την όλη άμυνα της χριστιανοσύνης[119]

Στις 16 Μαΐου 1204, ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας και του Αϊνώ εστέφθη Αυτοκράτωρ Κωνσταντινουπόλεως[120], ενώ εγκαταστάθηκε ως Πατριάρχης ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι. Ο Δάνδολος, εκτός από τα τρία όγδοα της Κωνσταντινουπόλεως και την Αγία Σοφία, έλαβε υπό την κυριαρχία του τα νησιά του Ιονίου, την Κρήτη, την Εύβοια, την Άνδρο, την Νάξο, τους λιμένες και την ενδοχώρα της Θράκης και μερικά στρατηγικά σημεία κατά μήκος της ακτής της Θάλασσας του Μαρμαρά.[121]

Σχετικώς με την στάση του Πάπα απέναντι σε όλα αυτά τα γεγονότα, ο Runciman γράφει: «Ο πάπας Ιννοκέντιος παρ’ όλη τη δυσπιστία που ένοιωσε για την εκτροπή της Σταυροφορίας προς την Κωνσταντινούπολη, στην αρχή ήταν κατευχαριστημένος. Απαντώντας σε μία εκστατική επιστολή από το νέο αυτοκράτορα Βαλδουίνου που καυχιόταν για τα μεγάλα και πολύτιμα αποτελέσματα του θαύματος που είχε κάνει ο Θεός, ο Ιννοκέντιος έγραψε ότι “έχαιρε εν Κυρίω” και έδωσε την έγκρισή του χωρίς επιφύλαξη.»[122]


Η τύφλωση και ο θάνατος του Αλεξίου Δούκα

Ο Αλέξιος Δούκας, μαζί με την Ευδοκία και την Ευφροσύνη, φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, φέρεται ότι πήγε προς την Τυρολόη της Θράκης[123], αλλά αυτή η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται[124]. Όταν έμαθε ότι ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος βρισκόταν στη Μοσυνούπολη, κατευθύνθηκε εκεί, όπου και τον συνάντησε[125]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ακροπολίτη, όμως, ο Αλέξιος Γ΄ αποστρεφόταν τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα για πολλούς λόγους, μεταξύ άλλων για την άνοδο του τελευταίου στην εξουσία[126] και «ουδέν ήττον της θυγατρός»[127], δηλαδή πολύ περισσότερο για τον έρωτα που είχε με την κόρη του. Υποδυόμενος τον ρόλο του πεθερού υπεδέχθη τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα, και αφού βόλεψε τον χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις λοιπόν ο Αλέξιος εισήλθε στο λουτρό, οι υπηρέτες του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου όρμησαν όλοι μαζί εναντίον του και εκεί μέσα του εξόρυξαν τα μάτια[128]. Η Ευδοκία, η οποία ήταν κοντά στην πόρτα του λουτρού[129], έβριζε τον πατέρα της για την αισχρή πράξη του[130], ενώ εκείνος την λοιδορούσε για την αναίδεια που επεδείκνυε και τον έρωτά της με τον Αλέξιο Δούκα[131]. Ο Λατίνος Αυτοκράτωρ Βαλδουίνος και ο αδελφός του Ερρίκος της Φλάνδρας, ευρισκόμενοι στην Αδριανούπολη, όταν πληροφορήθηκαν τα νέα της τύφλωσης του Αλεξίου Δούκα αναθάρρησαν[132]. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Βιλλεαρδουίνος, «πολλές συζητήσεις γίνανε ανάμεσά τους και είπανε πως δεν είχαν αυτοί οι άνθρωποι δικαίωμα να κατέχουν γη, που τόσο άνομα προδίνανε ο ένας τον άλλον[133] Ο Βιλλεαρδουίνος πληροφορεί ακόμα ότι οι άνδρες του στρατοπέδου του Μούρτζουφλου, που είχαν στήσει τις τέντες τους και τις σκηνές τους μπροστά από την Μοσυνούπολη, μετά την τύφλωσή του, διασκορπίστηκαν, ενώ κάποιοι δήλωσαν υποταγή στον Αλέξιο Γ΄ και έμειναν κοντά του[134]. O Αλέξιος Δούκας όντας πλέον τυφλός περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης ως «αλήτης»[135], χωρίς προστασία και μόνος[136].

Με στόχο την κατάκτηση των εδαφών της Ρωμανίας, ο Βαλδουίνος κατηύθυνε τον στρατό του προς την Μοσυνούπολη[137]. Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, όταν πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Βαλδουίνου, μαζί με την σύζυγό του, τις κόρες του και τους άνδρες που τον υποστήριζαν, ετράπη σε φυγή προς την Θεσσαλονίκη, ενώ οι κάτοικοι της πόλης παραδόθηκαν εκούσια στον Λατίνο «Αυτοκράτορα»[138].

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1204[139] ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ανεγνωρίσθη από τους Λατίνους, οι οποίοι και τον συνέλαβαν, ενώ εκείνος προσπαθούσε να περάσει στην Μικρά Ασία[140]. Μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και οδηγήθηκε σε δίκη με την κατηγορία ότι «τον εαυτού κύριον καὶ βασιλέα συνειληφώς και του ζην εξαγαγών δι΄ αγχόνης»[141], δηλαδή διότι είχε συλλάβει και απαγχονίσει τον Αλέξιο Δ΄[142]. Ο Αλέξιος Δούκας υπεστήριξε ότι τον θεωρούσε ως «προδότη της Πατρίδος» , όχι μόνον για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει, αλλά και γιατί πολλοί συγγενείς του είχαν ταχθεί μαζί του[143]. Οι Λατίνοι, όμως, δεν ήθελαν να δώσουν σημασία στα λόγια του. Οι ηγέτες της Σταυροφορίας συγκεντρώθηκαν στο παλάτι των Βλαχερνών για να αποφασίσουν την τύχη του. Σύμφωνα με τον Ροβέρτο του Κλαρί, όλοι τελικά υιοθέτησαν την πρόταση του Δάνδολου, ο οποίος πρότεινε τα εξής: «“Σε όσους είναι, όμως, ψηλά… ψηλή είναι και η δικαιοσύνη που τους πρέπει. Θα σας πω τι να τον κάνουμε: υπάρχουν στην πόλη αυτή, δύο ψηλές κολόνες, εξήντα ή πενήντα οργιές ύψος η καθεμιά. Να τον ανεβάσουμε στην κορφή μιας απ’ αυτές και να τον πετάξουμε από κει, κάτω.»[144] Ανέβασαν λοιπόν τον Αλέξιο Δούκα στην κορυφή της στήλης του Θεοδοσίου[145]] και τον γκρέμισαν από αυτήν «μπροστά σε όλο τον κόσμο»[146], έτσι που όταν έπεσε στην γη «έγινε κομμάτια»[147]. Με αυτόν τον τρόπο ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας «εξέρρηξεν οικτρότατα την ψυχήν.»[148]

Η Στήλη του Θεοδοσίου, στον ομώνυμο Φόρο, η σημερινή πλατεία Μπεγιαζίτ. (Πηγή: travelogues.gr)

 

Πηγές:

  1. B. Hendrickx-Corinna Matzukis, Alexios V Doukas Mourtzouphlos: his life, reign and death (?-1204), Ελληνικά 31 (1979), 108-132.
  2. Nicol Donald M, Βιογραφικό λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993.
  3. Runciman Steven, Ιστορία των Σταυροφοριών, Τόμος Γ΄, Το βασίλειο της Άκρας και οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2006.
  4. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Πάπυρος.
  5. Ακροπολίτου Γεωργίου, Χρονική Συγγραφή.
  6. Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
  7. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, Τέταρτη Έκδοση.
  8. Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄.
  9. Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ε΄.
  10. Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
  11. Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Βυζάντιο, τα χίλια χρόνια που θέλουν να ξεχάσουμε, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2015.
  12. Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις.
  13. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, Γ΄1, 1081 – 1204, Αθήνα 2001.

[1] Ηλικίες & Θάνατοι Βυζαντινών Αυτοκρατόρων | https://byzantium.gr/statagegr.html

[2] Ακροπολίτου Γεωργίου, Χρονική συγγραφή, κεφ. 5.

[3] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 231.

[4] Ο Γεώργιος Ακροπολίτης μας πληροφορεί ότι τον έλεγαν έτσι κοροϊδευτικά για κάποιο πάθος του. (Πηγή: Ακροπολίτου Γεωργίου, Χρονική συγγραφή, κεφ. 5).

[5] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 561, γραμμή 23.

[6] ο. π., σελ. 564, γραμμές 5 – 6.

[7] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 229.

[8] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 571, γραμμές 52 – 53.

[9] ο. π.

[10] Η Ευδοκία Αγγελίνα είχε παντρευτεί αρχικά τον πρίγκιπα της Σερβίας Στέφανο Νεμάνια περίπου το 1186. Το 1195, ο σύζυγός της διεδέχθη τον πατέρα του στον θρόνο, η ίδια έγινε μεγάλη πριγκίπισσα της Ράσκας (Σερβίας). Το 1198, όμως, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη, ο Στέφανος την κατηγόρησε για μοιχεία, την χώρισε και την έστειλε πίσω στον πατέρα της. (Πηγή: Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 531, γραμμές 72 – 79).

[11] Ήταν γιος του Ανδρονίκου Δούκα Αγγέλου και της Ευφροσύνης Κασταμονίτισσας. Η οικογένειά του είχε έλθει στα ανώτερα αξιώματα την εποχή του Μανουήλ Α΄. Τον Σεπτέμβριο του 1185, ανεδείχθη Αυτοκράτωρ με την συμπαράσταση στασιαστών που είχαν δολοφονήσει τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό. Σύμφωνα με την Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, «ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος δεν είχε τα έμφυτα χαρίσματα ενός πραγματικού αρχηγού κράτους, αλλά ούτε την κατάλληλη προετοιμασία και παιδεία. Δεν είχε ούτε στρατιωτικές γνώσεις, ούτε διοικητική εμπειρία.» (Πηγή: Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, Γ΄1 1081 – 1204, Αθήνα 2001, σελ. 204) Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, «ήταν κούφος και σπάταλος», τόσο ώστε οι σπατάλες του «προκαλούσαν την ανάγκη της επιβολής νέων φόρων, εξαιτίας των οποίων αγανακτούσε και γόγγυζε ο κόσμος.» (Πηγή: Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 218 – 219). Ωστόσο, επί των ημερών του, νικήθηκαν οι Νορμανδοί από τον στρατηγό Αλέξιο Βρανά στις 7 Νοεμβρίου 1185. Το 1187, ανεγνώρισε την ανεξαρτησία του βουλγαρικού βασιλείου, ενώ ανανέωσε τις εμπορικές παραχωρήσεις που είχε κάνει με τους Βενετούς στην Κωνσταντινούπολη και αλλού. (Πηγή: ο. π., σελ. 219).

[12] Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος εγεννήθη γύρω στο 1153. Αναγορεύθηκε Αυτοκράτωρ στα Κύψελλα της Θράκης από το στράτευμα, που είχε συγκεντρωθεί για εκστρατεία, μοιράζοντας τιμές, αξιώματα, χρήματα για να κερδίσει την εύνοιά τους. (Πηγή: Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, Γ΄1 1081 – 1204, Αθήνα 2001, σελ. 206). Απεδείχθη εντελώς ανίκανος Αυτοκράτωρ, τόσο που οι τοπικοί άρχοντες θέλησαν να αυτονομηθούν από αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο αυτονομήθηκαν από την Ρωμανία η Αττική, η Βοιωτία, η Κόρινθος και το Ναύπλιο. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, «ευτυχείς συγκυρίες διέσωσαν τον Αλέξιο Γ΄: ο θάνατος των στασιαστών αρχηγών έσβησε τις ανταρσίες, ενώ ενδοβουλγαρικές έριδες απομάκρυναν πρόσκαιρα τον βουλγαρικό κίνδυνο.» (Πηγή: Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 221) Παράλληλα, άδειασε τα κρατικά ταμεία. (Πηγή: Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Βυζάντιο, τα χίλια χρόνια που θέλουν να ξεχάσουμε, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2015, σελ. 152).

[13] Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος εγεννήθη γύρω στο 1150, ως γιος του Βαλαίν μαρεσάλη (άρχοντα) του Βιλλαντουέν από την Καμπανία. Το 1185, έγινε μαρεσάλης της Καμπανίας. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, έλαβε το αξίωμα του «μαρεσάλη της Ρωμανίας» και του εδόθη ως έδρα η Μοσυνούπολη της Θράκης. Αργότερα έγραψε την ιστορία της Δ΄ Σταυροφορίας. Απεβίωσε μάλλον το 1217.

[14] Ο Ερρίκος Δάνδολος εγεννήθη το 1107. Έχει υποστηριχθεί ότι είχε τυφλωθεί από τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό το 1171, αλλά δεν επιβεβαιώνεται. Την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας, ο Ερρίκος Δάνδολος φαίνεται ότι είχε τυφλωθεί ολοτελώς. Χαρακτηριστικά, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος που τον είχε συνοδεύσει γράφει ότι «αν και τα μάτια του ήταν φυσιολογικά δεν μπορούσε να δει ούτε ένα χέρι μπροστά από το πρόσωπο του, είχε χάσει την όραση του από ένα ισχυρό τραύμα στο κεφάλι». (Πηγή: Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης). Το 1205, ο Δάνδολος απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο μοναδικός που θάφτηκε στην Αγία Σοφία.

[15] Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός ήταν μαρκήσιος του Μομφερράτου, που ήταν υποτελές του Γερμανού Αυτοκράτορα Φιλίππου της Σουαβίας. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός έγινε κύριος τους Ελλαδικού χώρου με τον τίτλο του βασιλιά της Θεσσαλονίκης. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1207, τραυματίσθηκε θανάσιμα σε μάχη με του Βουλγάρους του Ιωαννίτζη,  οι οποίοι πήραν ως λάφυρο το κεφάλι του Βονιφάτιου.

[16] Γιος του Φιλίππου Βαρβαρόσσα. Απεβίωσε το 1208.

[17] Ζάρα: σημερινή Ζαντάρ στην Κροατία.

[18] Αρκετοί από τους Σταυροφόρους, μετά από την καταστροφή της Ζάρας, επέστρεψαν στις Πατρίδες τους, ενώ αρκετοί απείχαν συνειδητά από αυτήν την επιχείρηση, μεταξύ των οποίων και ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός.

[19] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 223.

[20] ο. π.

[21] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 59, παρ. 93. Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 82, παρ. 32 (XXXII).

[22] Runciman Steven, Ιστορία των Σταυροφοριών, Τόμος Γ΄, Το βασίλειο της Άκρας και οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2006, σελ. 124.

[23] ο. π.

[24] ο. π., σελ. 125.

[25] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 70, παρ. 125

[26] Ο Μιχαήλ Στρυφνός ήτο τότε Μέγας Δούκας, δηλαδή Ναύαρχος και είχε νυμφευθεί την Θεοδώρα Καματηρά, αδελφή της αυτοκράτειρας Ευφροσύνης Καματηρά. Σε συνεργασία με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄, διέλυσε τον στόλο και πούλησε τα εξαρτήματα των πλοίων, αποκομίζοντας τεράστια χρηματικά ποσά. (Πηγή: Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 300 – 301).

[27] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 542 – 243, γραμμές 64 – 89. Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 224.

[28] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 224. Ο Νικόλαος Ρου ήταν Λομβαρδός φίλος του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γνώστης ξένων γλωσσών. (Πηγές: ο. π. και Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Βυζάντιο, τα χίλια χρόνια που θέλουν να ξεχάσουμε, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2015, σελ. 152).

[29] ο. π., σελ. 224.

[30] ο. π., σελ. 225.

[31] ο. π.

[32] ο. π.

[33] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 89, κεφ. 176.

[34] Ο Θεόδωρος Λάσκαρης εγεννήθη το 1175. Είχε νυμφευθεί την Άννα, κόρη του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Το 1205, μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους, ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ της Ρωμανίας με έδρα την Νίκαια και εστέφθη το 1208. Αν και δεν νίκησε ποτέ τους Λατίνους, εν τούτοις κατάφερε να τους σταματήσει και απέτρεψε την ολική κατάρρευση. Απεβίωσε από φυσικά αίτια το 1221. (Πηγή: Nicol Donald M, Βιογραφικό λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σελ. 127 – 128).

[35] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 225.

[36] ο. π.

[37] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 546 – 547, γραμμή 72 – 80.

[38] Μοσυνούπολη: Σημερινή Κομοτηνή.

[39] Η Ευφροσύνη Καματηρά ήταν κόρη του Ανδρόνικου Δούκα Καματηρού και σύζυγος του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Όσο ήταν Αυτοκράτωρ ο σύζυγός της, ασκούσε εκείνη την ουσιαστική εξουσία στην αυλή του, μαζί με τον εραστή της Βατάτζη. (Πηγή: Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Βυζάντιο, τα χίλια χρόνια που θέλουν να ξεχάσουμε, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2015, σελ. 152) Απεβίωσε στην Άρτα το 1210. (Πηγή: Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ε΄, σελ. 17).

[40] Λίγες ημέρες μετά, ο Θεόδωρος Λάσκαρης κατόρθωσε να δραπετεύσει, να φύγει από την Κωνσταντινούπολη με την οικογένειά του και να περάσει στην Μικρά Ασία.

[41] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 94, παρ. 189.

[42] ο. π., παρ. 190.

[43] Το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου υπήρχε από το 412 και αρχικά προοριζόταν για ευνούχους υπεύθυνους της βασιλικής ιματιοθήκης. Την Μεσοβυζαντινή εποχή ανέβηκε ιεραρχικά και είχε να κάνει και με το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Την Υστεροβυζαντινή εποχή έγινε ανώτατο αξίωμα και δεν είχε καμία σχέση με βεστιάρια και ιμάτια. Δινόταν σε επικεφαλής εκστρατειών, αυτοκρατορικούς απεσταλμένους και άλλους ανώτατους αυλικούς. (Πηγή: Βυζαντινά Αξιώματα και Ιεραρχία κατά τον 14ο & 15ο αι. | https://byzantium.gr/axiombyz1415.php)

[44] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 555 – 556, γραμμές 65 – 70

[45] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 100 – 101, παρ. 204

[46] Ο Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός είχε ανεβεί στον Πατριαρχικό θρόνο τον Αύγουστο του 1198. Προηγουμένως, είχε διατελέσει χαρτοφύλαξ στον Ναό της Αγίας Σοφίας. Συνδέθηκε στενά με την αυτοκράτειρα Ευφροσύνη, την σύζυγο του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου και ανεμείχθη σε θεολογική διαμάχη σχετικά με την μετουσίωση, την οποία είχε ξεκινήσει ο Μύρων Σικιδίτης. Διατηρούσε αλληλογραφία με τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους του 1204, απομακρύνθηκε από το Πατριαρχείο και εγκαταστάθηκε στην Βουλγαρία. Ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης τον προσκάλεσε στην Νίκαια, αλλά εκείνος αρνήθηκε την πρόσκληση. Απεβίωσε στο Διδυμότειχο της Θράκης, τον Μάιο του 1206. (Πηγή: Nicol Donald M, Βιογραφικό λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σελ.172).

[47] Για τους Λατίνους η γιορτή του Αγίου Μιχαήλ πέφτει στις 30 Σεπτεμβρίου.

[48] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 96 – 97, παρ. 195 – 196.

[49] ο. π., σελ. 103 – 104, παρ. 213 – 214.

[50] ο. π., σελ. 104, παρ. 215.

[51] Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 128, παρ. 59 (LIX).

[52] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 561, γραμμή 12.

[53] ο. π., γραμμή 15.

[54] ο. π., γραμμή 23.

[55] ο. π., γραμμή 29.

[56] ο. π., γραμμή 32.

[57] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 279.

[58] ο. π., σελ. 279 – 280.

[59] ο. π., σελ. 280.

[60] ο. π.

[61] ο. π.

[62] ο. π.

[63] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 564, γραμμές 6 – 7.

[64] ο. π., σελ. 563, γραμμές 72 – 74

[65] ο. π., γραμμές 80 – 82.

[66] ο. π., γραμμές 83 – 84.

[67] ο. π., σελ. 564, γραμμές 3 – 4.

[68] Runciman Steven, Ιστορία των Σταυροφοριών, Τόμος Γ΄, Το βασίλειο της Άκρας και οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2006, σελ.128.

[69] ο. π., σελ. 567, γραμμές 48 – 50.

[70] ο. π., γραμμές 47 – 48.

[71] ο. π., γραμμές 48 – 49. Βλ. και Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 109, παρ. 228.

[72] Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 139, παρ. 66 (LXVI).

[73] ο. π., σελ. 139 – 140, παρ. 66 (LXVI).

[74] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 231.

[75] Το αξίωμα του Λογοθέτου των Σεκρέτων αναφέρεται για πρώτη φορά το 1081 σε Χρυσόβουλλο του Αλεξίου Κομνηνού. Εικάζεται ότι ίσως ήταν η επισημοποίηση κάποιου άτυπου ισχυρού αξιώματος, όπως του Μεσάζοντος. Για λίγα χρόνια ο Λογοθέτης των Σεκρέτων είχε πρωθυπουργικές εξουσίες, οι οποίες γρήγορα περιορίστηκαν όταν εθεσπίσθη ο Μεγάλος Λογαριαστής το 1094. Τον 12ο αιώνα συνέχισε να υπάρχει με νομικές και οικονομικές αρμοδιότητες, ίσως και δικαστικές. (Πηγή: https://byzantium.gr/axiombyz11.php#axiom40 | Βυζαντινά Αξιώματα και Ιεραρχία κατά τον 11ο & 12ο αι.)

[76] Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Χωνιάτης στην διήγησή του διάκειται εχθρικώς απέναντι στον Αλέξιο Ε΄ Δούκα.

[77] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 566, γραμμές 22 – 25.

[78] ο. π. γραμμές 25 – 26.

[79] ο. π., γραμμές 34 – 35.

[80] ο. π., γραμμή 30.

[81] ο. π., γραμμές 30 – 34.

[82] Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, Γ΄1 1081 – 1204, Αθήνα 2001, σελ.223

[83] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 567, γραμμές 58 – 60

[84] βλ. B. Hendrickx-Corinna Matzukis, Alexios V Doukas Mourtzouphlos: his life, reign and death (?-1204), Ελληνικά 31 (1979), σελ. 124.

[85] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 567, γραμμή 64.

[86] ο. π., γραμμές 65 – 66.

[87] ο. π. , γραμμές 71 – 73.

[88] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 564, γραμμές 14 – 16. Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 107, παρ. 223. Βλ. και B. Hendrickx-Corinna Matzukis, Alexios V Doukas Mourtzouphlos: his life, reign and death (?-1204), Ελληνικά 31 (1979), 124. Μάλιστα, όπως αναφέρουν ο Χωνιάτης και ο Βιλλεαρδουίνος, ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας είχε αποπειραθεί δύο φορές πιο πριν να δηλητηριάσει τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο.  Ο πατέρας του τελευταίου, Ισαάκιος είχε αποβιώσει λίγες ημέρες νωρίτερα.

[89] Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 131, παρ. 62 (LXLII).

[90] ο. π.

[91] ο. π., σελ. 131 – 132, παρ. 62 (LXLII).

[92] ο. π., σελ. 132, παρ. 62 (LXLII).

[93] ο. π.

[94] ο. π.

[95] ο. π.

[96] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ.107, παρ. 234.

[97] ο. π.

[98] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 568, γραμμές 80 – 84.

[99] ο. π., γραμμές 84 – 87.

[100] Δηλαδή ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας.

[101] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ.107, παρ. 224 – 225.

[102] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 145, παρ. 74 (LXXIV).

[103] Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 145, παρ. 74 (LXXIV)

[104] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 570, γραμμές 21 – 25.

[105] ο. π., γραμμές 41 – 42.

[106] ο. π., γραμμή 42.

[107] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 570, γραμμές 43 – 45.

[108] Ο Ανδρόνικος Κομνηνός ήταν ξάδελφος του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Το 1182, ηγήθηκε μιας ομάδας Παφλαγόνων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως και παρεκίνησε τον λαό να επαναστατήσει εναντίον των Λατίνων εμπόρων της πόλης. Στην αρχή, ο Ανδρόνικος ανέλαβε την αντιβασιλεία, στην συνέχεια, αφού βασίλευσε μαζί με τον Αλέξιο Β΄ Κομνηνό, εστέφθηκε Αυτοκράτωρ τον Σεπτέμβριο του 1183. Αφού δολοφόνησε τον Αλέξιο Β΄ και την μητέρα του, προκειμένου να νομιμοποιήσει την εξουσία του, νυμφεύθηκε την δεκατριάχρονη χήρα του Αλεξίου και κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄, Αγνή – Άννα. Η προσπάθειά του για την πάταξη της διαφθοράς γινόταν χωρίς ηθικούς φραγμούς και μέτρα, κάτι που, σε συνδυασμό με τις αποτυχίες απόκρουσης ξένων εισβολών στην Ρωμανία, προκάλεσε την αντίδραση του λαού. (Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση) Τον Σεπτέμβριο του 1185, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο λαός ανακήρυξε Αυτοκράτορα τον Ισαάκιο Άγγελο. Ο Ανδρόνικος επεχείρησε να διαφύγει, αλλά συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Ιππόδρομο, όπου και κατακρεουργήθηκε για τρεις ημέρες από το μαινόμενο πλήθος. (Πηγή: Nicol Donald M, Βιογραφικό λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σελ.52 – 53).

[109] Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, Γ΄1 1081 – 1204, Αθήνα 2001, σελ. 226.

[110] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 571, γραμμές 47 – 49.

[111] ο. π., γραμμές 49 – 50.

[112] ο. π., γραμμή 50.

[113] Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήταν αδελφός του Θεοδώρου Λάσκαρη και είχε διακριθεί στις μάχες για την υπεράσπιση της Κωνσταντινουπόλεως. Σκοτώθηκε στην μάχη του Αδραμμυτίου το 1205.

[114] Παπαρρηγόπουλου Κωνσταντίνου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Δ΄, σελ. 236.

[115] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 574 – 575, γραμμές 44 – 50, 59 – 63.

[116] Runciman Steven, Ιστορία των Σταυροφοριών, Τόμος Γ΄, Το βασίλειο της Άκρας και οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2006, σελ. 130.

[117] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 118, παρ. 250.

[118] Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, Τέταρτη έκδοση, σελ. 224.

[119] Runciman Steven, Ιστορία των Σταυροφοριών, Τόμος Γ΄, Το βασίλειο της Άκρας και οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2006, σελ. 135.

[120] Την άνοιξη του 1205, ο Βαλδουίνος συνελήφθη ζωντανός από τους Βουλγάρους στην Αδριανούπολη και εκτελέστηκε. Στον θρόνο τον διεδέχθη ο αδελφός του ο Ερρίκος. (Πηγές: Ακροπολίτη Γεωργίου, Χρονική συγγραφή, κεφ. 13. Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 163, παρ. 360, σελ. 193 παρ. 439.)

[121] Vasiliev Α.Α., Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 123.

[122] Runciman Steven, Ιστορία των Σταυροφοριών, Τόμος Γ΄, Το βασίλειο της Άκρας και οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2006, σελ. 135.

[123] Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 126, παρ. 267.

[124] B. Hendrickx-Corinna Matzukis, Alexios V Doukas Mourtzouphlos: his life, reign and death (?-1204), Ελληνικά 31 (1979), σελ. 108.

[125] Ακροπολίτου Γεωργίου, Χρονική Συγγραφή, παρ. 5.

[126] Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Χωνιάτης «ο πλάνης τον πλάνητα μισών». (Πηγή: Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ.608, γραμμές 58 – 60).

[127] ο. π.

[128] Ακροπολίτου Γεωργίου, Χρονική Συγγραφή, παρ. 5.

[129] ο. π.

[130] ο. π.

[131] ο. π. Η Ευδοκία Αγγελίνα παντρεύτηκε αργότερα τον Λέοντα Σγουρό, άρχοντα της Κορίνθου, ο οποίος προσέφερε άσυλο στον Αλέξιο Γ΄ Άγγελο. (Πηγή: Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 609, γραμμές 73 – 74).

[132] Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 128, παρ. 272.

[133] ο. π. , σελ. 127 – 128, παρ. 271.

[134] ο. π.

[135] Ακροπολίτου Γεωργίου, Χρονική Συγγραφή, παρ. 5.

[136] ο. π.

[137] Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 128, παρ. 273

[138] ο. π.

[139] Hendrick B. and Matzukis C. Alexios V Doukas Mourtzouphlos: His Life, Reign and Death (?-1204), 1979, σελ. 130.

[140] ο. π.

[141] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 608 – 609, γραμμές 62 – 64.

[142] Η δολοφονία ενός άρχοντα από τον υποτελή του ήταν έγκλημα μέγιστου βαθμού για τα Δυτικά μεσαιωνικά ήθη.

[143] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 609, γραμμές 64 – 66.

[144] Ροβέρτου του Κλαρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 184, παρ. 109 (CIX). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο τρόπος θανάτωσης του Αλεξίου Δούκα αποτελούσε θάνατο «καινότροπόν τε και βιαιότατον», σύμφωνα με τον Χωνιάτη. (Πηγή: Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 609, γραμμή 69).

[145] Η στήλη του Θεοδοσίου βρισκόταν στον Φόρο Θεοδοσίου (Forum Theodosii =Αγορά Θεοδοσίου) και σήμερα δεν σώζεται.

[146] Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σελ. 143, παρ. 307.

[147] ο. π.

[148] Χωνιάτη Νικήτα, Χρονική Διήγησις, σελ. 609, γραμμή 72.


ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΑΠΠΑ

ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

http://4.bp.blogspot.com/_NuhZMDR5O28/S_qK4rCNqWI/AAAAAAAAATQ/FgeBEEMBpt0/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters